Του Γ.Γ. Δήμου Σερρών Σοφοκλή Θεμιστοκλέου
Με κύριο γνώμονα την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών προς τον πολίτη, σήμερα η Δημόσια Διοίκηση αλλά και οι αυτοδιοικητικές αρχές καλούνται να υιοθετήσουν νέες προσεγγίσεις και να εφαρμόσουν σύγχρονες μεθόδους και εργαλεία για να συμβάλουν στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και κατ΄ επέκταση στην τοπική ανάπτυξη και αναδιανομή του εθνικού πλούτου.
Όμως η οικονομική κρίση που ταλανίζει την χώρα μας τα τελευταία χρόνια ανέδειξε μετ’ επιτάσεως τα δομικά και λειτουργικά προβλήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, του «μεγάλου ασθενή» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, όπως συχνά χαρακτηρίζεται. Η ανυπαρξία προγραμματισμού και στοχοθεσίας, η απουσία λογοδοσίας, το γραφειοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας, ο κατακερματισμός και η σύγχυση αρμοδιοτήτων, η πολυνομία και η διαφθορά αποτελούν ορισμένες από τις αιτίες που έχουν συμβάλει στη δυσλειτουργική κατάσταση της Δημόσιας Διοίκησης στην Ελλάδα και οι οποίες έχουν κατά καιρούς επισημανθεί σε σειρά από εκθέσεις διεθνών οργανισμών και εμπειρογνωμόνων για τη λειτουργία του Κράτους και του δημόσιου τομέα στη χώρα μας. Τα ως άνω προβλήματα άλλωστε αντικατοπτρίζονται και στους διαθέσιμους διαρθρωτικούς δείκτες σύγκρισης της χώρας μας με το ευρωπαϊκό και το διεθνές περιβάλλον που αφορούν την ποιότητα της διακυβέρνησης αλλά και την έκταση της διαφθοράς.
Η τρέχουσα αντίληψη της σύγχρονης δημόσιας διοίκησης δίνει έμφαση στη διοίκηση μέσω στόχων με ποιοτικό χαρακτήρα και αναπτυξιακό προσανατολισμό. Αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα για απλές, προσιτές, διαφανείς υπηρεσίες που θα εστιάζουν στον πολίτη-πελάτη, η δημόσια τοπική διοίκηση οφείλει να παρακολουθεί τα νέα δεδομένα να είναι ευέλικτη και να προσαρμόζεται ανάλογα, ώστε να ανταποκρίνεται έγκαιρα στις αλλαγές και στις απαιτήσεις της κοινωνίας.
Γι’ αυτό σε αυτό το πλαίσιο, επιβάλλεται να διαμορφωθεί άμεσα ένα ολοκληρωμένο και ρεαλιστικό σχέδιο ανασυγκρότησης της δημόσιας διοίκησης το οποίο θα έχει ως κύρια (μεταρρυθμιστική) στόχευση:
- τη βελτίωση της θεσμικής ικανότητας και της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα σε όλα τα επίπεδα (εθνικό, περιφερειακό και τοπικό) με ενίσχυση της αρχής της επικουρικότητας,
- τη μείωση της γραφειοκρατίας και την προώθηση/εφαρμογή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης με την παροχή νέων, καινοτόμων ηλεκτρονικών υπηρεσιών προς τους πολίτες,
- την καταπολέμηση της διαφθοράς και την ενίσχυση της διαφάνειας αλλά και των μηχανισμών λογοδοσίας.
- την αναβάθμιση των δεξιοτήτων και της τεχνογνωσίας του ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης.
Το εν λόγω μεταρρυθμιστικό σχέδιο, μπορεί να έχει θετική προοπτική μόνο εφόσον κατορθώσει να δώσει σαφείς και συγκεκριμένες απαντήσεις σε μια σειρά από κρίσιμα (αναπάντητα έως σήμερα) ερωτήματα που σχετίζονται με το ρόλο και τις λειτουργίες της δημόσιας διοίκησης όπως π.χ.:
- Πώς παράγεται, αναπαράγεται και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να αρθεί η εξάρτηση της δημόσιας διοίκησης από την εκάστοτε πολιτική εξουσία;
- Πώς μπορεί η μεταρρύθμιση του κράτους να αποτελέσει πυλώνα ενός εθνικού σχεδίου εξόδου από την κρίση;
- Πώς μπορούμε να περάσουμε από ένα κράτος δυσκίνητο και αναποτελεσματικό, γραφειοκρατικό και ανορθολογικό, σ’ ένα κράτος σύγχρονο, καινοτόμο και ευέλικτο-πλοηγό που θα δίνει έμφαση στους στόχους, στα αποτελέσματα και στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών;
- Πως η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων θα καταστεί αποτελεσματικό εργαλείο αξιοκρατίας και ενίσχυσης της αποδοτικότητας του ανθρώπινου δυναμικού;
- Πως ο δημόσιος τομέας θα καταφέρει να γίνει η κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη του τόπου;
- Πως οι δημόσιες υπηρεσίες θα μπορέσουν να συμβάλλουν περαιτέρω στην βελτίωση της ποιότητας ζωής του πολίτη;
Σε κάθε των περιπτώσεων το ζητούμενο σε μια τέτοια μεταρρυθμιστική προσπάθεια αποτελεί η διαρθρωτική αντιμετώπιση χρόνιων ενδημικών δυσλειτουργιών της δημόσιας διοίκησης με παρεμβάσεις θεσμικής, οργανωτικής και διοικητικής αλλαγής, στρατηγικού και παραδειγματικού χαρακτήρα, οι οποίες θα αναδιατάξουν το ρόλο, τη λειτουργία, τους πόρους, τις δυνάμεις και εν τέλει τις προτεραιότητες του Κράτους.
Δεν χωράει άλλωστε αμφιβολία πως τα (νέα) προβλήματα και οι ανάγκες που καλείται πλέον να αντιμετωπίσει το κράτος – εν μέσω και της κρίσης – απαιτούν μια νέα δημόσια διοίκηση, με διαφορετική φιλοσοφία και στόχους ριζικά διαφοροποιημένους σε σχέση με το παρελθόν, προσαρμοσμένους στη σημερινή πραγματικότητα. Η προώθηση επίσης των αναγκαίων αλλαγών προϋποθέτει την εκπόνηση ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου προγράμματος αναδιοργάνωσης – και όχι τη λήψη αποσπασματικών μέτρων όπως διαθεσιμότητες, κινητικότητες που δεν στηρίζονται σε σοβαρές μελέτες αξιολόγησης των δομών της – θεμελιωμένου στις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας, της αποτελεσματικότητας και της χρηστής διοίκησης.