Πώς να σας το πω! Στα περασμένα τρέχει και πάλι ο νους μου απόψε, καθώς αναπολώ τις αποκριές που πέρασαν και τις έζησα με μία ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση. Γιορταστικό και τώρα το τριήμερο. Στη Φιλιππούπολη για ένα αποκριάτικο τριήμερο. Ω! Το ξέρω. Θα είναι μια επανάληψη από τα συνηθισμένα προγράμματα ψυχαγωγίας, που ανάλαβαν οι ειδικοί του καιρού μας, να μας παρουσιάζουν. Εγώ όμως, καθώς “σουρουπώνει” ψάχνω να βρω τα παλιά ρούχα που συνήθως ήταν κρεμασμένα εκεί σ’ ένα στύλο, σε δύο τρανά καρφιά, στο “σκουτνό” (σκοτεινό) “ουντά”, όπου ήταν και τα “ιστίφια” (δέματα) του καπνού για να γίνω το ιδιόμορφο εκείνο καρναβάλι, για να βγω στους δρόμους και στην αγορά και να ανακατωθώ με τ’ άλλα, τα πολλά καρναβάλια του χωριού, τα αυτοσχέδια τα παράξενα, τα περίεργα, πολλά που προκαλούσαν τον τρόμο… Ναι! Αυτά έρχονται στο νου μου, καθώς συμμετέχω στη συζήτηση για την αυριανή αποκριάτικη εκδρομή. Τα δύο μου παιδιά, ο Αλέξης και η Φωτεινή, μαζί με την γυναίκα μου με συνεφέρνουν από το νοερό ταξίδι μου εκεί στο Σαρμουσακλή, στην όμορφη Πεντάπολη των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων, που θαρρούσα πως ήταν ο ομφαλός της Γης πως όλα από εκεί ξεκινούσαν και πάλι όλα εκεί κατέληγαν. Ναι! Το επαναλαμβάνω. Στα περασμένα στρέφεται ο νους μου. Μεταφέρομαι σε γιορταστικά αποκριάτικα των περασμένων χρόνων. Το είπα. Από τους νοσταλγούς των χρόνων του ρωμαντισμού, της απλότητας, της παράδοσης μέχρι αφέλειας. Συγχωρείστε, όσοι γεννημένοι, μεγαλωμένοι και αναθρεμένοι σε μεγαλουπόλεις και σε περιβάλλοντα προόδου και πολιτισμού, βρίσκεσθε έξω από το κλίμα σας, διαβάζοντας την στήλη. Ίσως να αισθάνεσθε και κάπως άσχημα. Στις παιδικές μου αποκριές εγώ στρέφομαι, όπως τις έζησα παιδί και τις ένοιωθα έφηβος, αμούστακο παλληκαράκι, στην αρχή και με το πρώτο χνούδι ύστερα στις παρειές και στο χείλος και με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα στην καρδιά. Όλη την εβδομάδα, από την Κυριακή της “Απόκρεω” όπως έγραψε το “επιτοίχιο” ημερολόγιο με τα γνωστά “στιχάκια” στα φύλλα του ημεροδείκτη, μέχρι την Κυριακή της “Τυροφάγου” και την Καθαρή Δευτέρα, που ήταν το καρναβαλίστικο ξεφάντωμα μασκαρευόμασταν, εμείς τα παιδιά, αλλά και περισσότερο οι μεγάλοι. Τους μεγάλους αντιγράφαμε εμείς οι μικροί. Κυριαρχούσε το μαύρισμα του προσώπου. Μουντζούρα από το φούρνο, από τα τηγάνια, από τα καζάνια, από τις πιρουστιές, από τους ταβάδες, από τις γωνιές, που άναβαν φωτιές και έβραζαν το νερό στα καζάνια για το πλύσιμο. Για να μη φεύγει εύκολα η μουντζούρα από τα πρόσωπα και τα χέρια μας, αλειφόμασταν και με λίγο λάδι. Έτσι και για να γυαλίζει και να μας παίρνουν πως ήλθαμε από την Αραβία… Ο θόρυβος το δεύτερο χαρακτηριστικό μας. Γεμάτοι “τσιαγκαριάκια” και τρανά κουδούνια. Το τρίτο. Ο,τι παλιό ρούχο βρίσκαμε, το κουκουλουνόμασθαν. Προβιές, τσιούλια από τα καπνά, παλιά “ρουχούδια”, παλιές κουρελούδες, δέρματα ζώων, ράκη ρούχων και τα όμοια. Ψυχαγωγία μαζί και τρόμος. Στη θέα τέτοιων καρναβαλιών πόσα μικρά παιδιά δεν έκλαιγαν. Και αν εκείνα δεν έκλαιγαν, τα φοβερίζαμε εμείς! Ο πρωτογονισμός στην έξαρσή του. Δεν ξέρω αν οι διάβολοι, όπως τουλάχιστον τους απεικονίζουν στις βιβλικές παραστάσεις των μοναστηριών, είχαν κάτι το διαφορετικό από τη δική μας καρναβαλίστικη εμφάνιση! Βακχικά, Διονυσιακά, Ελευσινιακά και τα παρόμοια κατάλοιπα θα μου πείτε. Ποιος αμφιβάλει; Σαν παράδοση τα τιμούσαμε εμείς. Στην Κυριακή της “Τυροφάγου” ξαναγυρίζω. Μη σας ξαφνιάσει η αντινομία. Οι μεσόκοπες γυναίκες και οι γερόντισσες ακόμα με τα πορτοκάλια “σμπουσνάρα” (στη τσέπη) πήγαιναν με του εσπερινού το χτύπημα στην εκκλησιά να δώσουν το πορτοκάλι στον παπά για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Πόσο δεν τα θυμάμαι έντυνα τα “συγχωρέματα”. Οι μικρές νύφες ζητούσαν συγχώρεση από τις πεθερές, σα να μην αμάρτησαν και οι πεθερές, για λόγο που είπαν ή έργο που έκαναν σε βάρος της πεθεράς. Μήπως δεν μου είχαν βάλει κι εμένα, μικρό παιδί ακόμα, να γονατίσω μπροστά στην γιαγιά και να ζητήσω συγχώρεση για τις “αμαρτίες” που είχα κάνει απέναντι της! Ήταν βέβαια και η νεολαία του καιρού εκείνου. Με τη “χοροεσπερίδα” της και αυτή. Στην τρανή αίθουσα του σχολείου η “χοροεσπερίδα”. Χωρίς τραπέζια και, καθίσματα το γλέντι. Όρθιοι όλοι. Ντάμα “αλά μπουφέ”. Η οργανωτική επιτροπή περιφερόταν στην “αίθουσα χορού” ανάμεσα στα συνεσταλμένα ζευγάρια που χόρευαν με φόβο πολύ γιατί ήταν παρών ο αδελφός ή ο ξάδελφος και “κερνούσαν” λουκούμι από την κάσσα στην ντάμα, που πλήρωνε ο καβαλιέρος. Και η μουσική; Κάποιο ξεκουρδισμένο και σβραχνό γραμμόφωνο με τα παλιά του παθητικά τανκό. Διαχύσεις, συγκινήσεις, εξάρσεις…, εξομολογήσεις. Πρωτόγνωρα όλα. Και την Καθαρή Δευτέρα; Καρναβάλια… στο στυλ της γύφτισσας με την σκούπα στο χέρι για την καθαριότητα. Και οι αυστηρές γριές, οι φανατικά κολλημένες στο χριστιανικό δόγμα, που έφθανε τα όρια της προλήψεως, έβραζαν μέσα στο καζάνι όλα τα “αγγεία” που ήταν λιγδουμένα, τα μπουκάλια, τις “λαδίκες” για να φύγει και το κάθε ίχνος λίπους! Αμαρτία σαρακοστή καιρός να λιγδωνόταν η οικογένεια. Αυστηρή νηστεία για τους νέους την πρώτη εβδομάδα της σαρακοστής και για τους γεροντάδες κυρίως και τις γερόντισσες ολόκληρη τη σαρακοστή. Και να ήταν τα διαιτολόγια τους με μπόλικα κρεατικά και πολλά λίπη! Και να ήξεραν τι θα πει χοληστερίνη! Ιστορίες που γράφει η ζωή θα μου πείτε. Ας είναι και έτσι. Στο εορταστικό τριήμερο του καιρού που πέρασε, σας ξενάγησα στην Δαρνάκικη περιοχή με τη σκέψη και την καρδιά, καθώς το σώμα μου περιγυρνούσε στους δρόμους της Φιλιππούπολης, το Πλόβντιβ, όπως το λένε τώρα οι Βούλγαροι, χειραγωγώντας τα παιδιά σε κάποια ξενάγηση. Από τις δυνατές χαρές κι αυτά, τα έργα της ζωής μας.