Αναδρομές στα περασμένα στρατιωτών
μιας άλλης εποχής
Στο Χαϊδάρι πριν 50 περίπου χρόνια
Ηταν δύο Στρατόπεδα: Ενα Κέντρο Εκπαίδευσης Διαβιβαστών και ένα άλλο Κέντρο Οπλιτών Πεζικού – ΚΕΒΟΠ (αν δεν κάνω λάθος).
Γνωριστήκαμε συμπτωματικά. Ήμασταν και οι δύο στρατιώτες στο Κέντρο Εκπαίδευσης για ειδικότητα Οπλιτών στο Χαϊδάρι.
Εκείνος φοιτητής στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς και εγώ απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης.
Η σύμπτωση της ταραγμένης εποχής της δεκαετίας του ‘50 τα παρακάτω:
Για διάφορους λόγους (αν κα είχαμε επιλεγεί για βοηθοί στη Γραμματεία του Τάγματος Διαβιβάσεων), είχε περάσει αρκετός χρόνος να προσφέρουμε εκεί τις υπηρεσίες μας.
Γιατί; Διότι, όπως είχαμε ακούσει από παλαιότερους συναδέλφους μας που βρισκόταν στο στάδιο της απόλυσης, καθυστερούσαν να έλθουν τα… βιογραφικά μας σημειώματα, όπως τα έλεγαν τότε, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, επειδή είχαμε δύο τόπους έκδοσής των, του τόπου γέννησης και παραμονής μας τα παιδικά και πρώτα εφηβικά χρόνια και τα επόμενα της παραμονής μας σε άλλους τόπους, λόγω εργασίας ή και οριστικής μετακόμισης.
Το πρόβλημα αυτό στην περίπτωσή μου, ήταν υπαρκτό. Είχα διπλή προέλευση: την Πεντάπολη γέννησης και παραμονής αρκετού χρόνου και την πόλη των Σερρών, ύστερα από το 1948-1949, μόνιμο τόπο κατοικίας και έτσι έπρεπε να έλθουν στο Στρατόπεδο δύο… βιογραφικά και δυστυχώς υπήρχε πρόβλημα…
Ο παππούς μου από τη μητέρα μου, ο Αθανάσιος Μπαρμπαλιός είχε γαμπρό στο Αντάρτικο (ΕΛΑΣ – Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) και γαμπρό τον πατέρα μου Αλέξανδρο Αραμπατζή, Μικρασιάτη πρόσφυγα.
Από την πολιτική πλευρά, ήταν φιλελεύθερος, Βενιζελικός και είχε πάει στις κάλπες για το δημοψήφισμα του 1946, θετικό κριτήριο – πλεονέκτημα εθνικοφροσύνης, άσχετο από το τι είχε πετάξει στην κάλπη. Έφτανε το εκλογικό βιβλιάριο με την ένδειξη «ψήφισε».
Εδώ τελειώνει η μία ιστορία και αρχίζει μία άλλη.
Από τα σπουδαστικά μου χρόνια είχα μία έφεση προς τα απαγορευμένα βιβλία. Μ’ ενδιέφεραν τα βιβλία της διανόησης και του πολιτικού προβληματισμού. Και παρά τη φτώχεια μου η βιβλιοθήκη μου… «φυλάγει» πολλά, όπως και τα παρακάτω:
– «Η ψυχολογία των όχλων» του Γουστάβου Λε Μπον.
Σε μία από τις σπάνιες εξόδους μου από το Στρατόπεδο Χαϊδαρίου προς την Αθήνα και από λόγους οικονομίας, πήγαμε στην Πλατεία Ομονοίας με το στρατιωτικό Τζέιμς, το οποίο είχε παρκάρει σε κάποιο κοντινό δρόμο και έπρεπε να επιστρέψουμε πριν από τις δέκα το βράδυ.
«Μαζί με ένα συνάδελφο που είμαστε δύο φορές συνάδελφοι, πηγαίναμε στην Ακρόπολη μια Κυριακή του ‘57. Μου συνέστησε να αγοράσω το βιβλίο αυτό, ενώ εκείνος με την υπόδειξή μου αγόρασε το «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά.
Οκτώβριος, 13, 1957.
Και βεβαίως σύντομα άνοιξε ο πνευματικός δρόμος για την αγορά:
– «Το Κοινωνικό Συμβόλαιο», του Ζαν Ζακ Ρουσσώ.
– «Το κατα συνθήκη ψεύδη», του Μαξ Νορντάου
και ολόκληρες δύο δεκάδες βιβλίων.
Από την παλιά Βιβλιοθήκη
του Δημ. Αλ. Αραμπατζή
Η αγορά των πρώτων βιβλίων διαφόρου περιεχομένου
Ο πωλητής στο καροτσάκι ήταν κάπως διστακτικός για την παραλαβή των βιβλίων και τη μεταφορά τους στο Στρατόπεδο γιατί ήταν «απαγορευμένα».
Δεν υπακούσαμε. Τα πήραμε, άλλα κρύψαμε στο μαγαζάκι που ήταν έξω από το στρατόπεδο με την εντολή του ιδιοκτήτη να μη παραμείνουν για πολλές ημέρες…
Η ιστορία απλώνεται και παρακάτω, αλλά την σταματάω εδώ, γιατί λίγο έλειψε να πληρώσει… τη νύφη και το μαγαζάκι, παρόλο που το αφεντικό είχε τη σχετική άδεια από τον κ. Διοικητή.
Στο λόφο έναντι του Στρατοπέδου παρέμεινα μόνος μου κοντά στον έναν μήνα… και πέρασα στο Υπασπιστήριο ως γραφιάς – δακτυλογράφος.
Οι δύο επιτελείς αξιωματικοί με βρήκαν βολικό, γιατί έκανα καλά τη δουλειά που μου ανέθεταν … και εδώ τερματίζω για τα πολιτικού περιεχομένου βιβλία.
Παρά το εφηβικό και νεανικό αίσθημα – συναίσθημα με έσπρωξε και στην αγορά του πρώτου ρωμαντικού βιβλίου.
Απόσπασμα από τον Κώστα Ουράνη
Πάντα η πάχνη της πραγματικότητας
μαραίνει τα λουλούδια της Χίμαιρας…
Η πρώτη αγάπη
Υστερ’ από λίγους μήνες οι γονείς της έφυγαν από τον τόπο. Ο πατέρας της, μηχανικός του Κράτους, είχε διορισθεί κάπου αλλού – και δεν την ξαναείδα ποτέ πια. Έκλαψα – μην τα ρωτάτε…
Πρώτη μου αγάπη! Γλυκό χάραμα της ζωής! Σήμερα ακόμα, όταν τύχει να σε θυμάμαι – που να ’σαι τάχα; -, πως η καρδιά μου χτυπάει… Πέρασαν τόσα χρόνια, γύρισα τόσους τόπους, γνώρισα τόσες γυναίκες… Των περισσότερων τα ονόματα τα ’χω ξεχάσει. Αν μ’ αγαπήσανε, εγώ δεν τις αγάπησα. Πολλές φορές έπαιρνα τον πόθο για έρωτα. Οταν όμως μου δίνονταν, ένα μεγάλο κενό άνοιγε μέσα στην ψυχή μου – το κενό που αφήνει πεθαίνοντας ένα όνειρο. Η ψυχή μου, η διψασμένη ν’ αγαπήσει, έμοιαζε τις αμυγδαλιές, που μια λιακάδα στην καρδιά του χειμώνα τις ξεγελάει και, παίρνοντάς την για Ανοιξη, σπεύδουν ν’ ανθίσουν. Πάντα και σε μένα η πάχνη της πραγματικότητας μάραινε τα λευκά λουλούδια της Χίμαιρας… Η αγάπη που ονειρεύθηκα δεν ήρθε ποτέ – και σήμερα νοιώθω πως είναι πια αργά για να ’ρθει…
Γι’ αυτό, ζηλεύω το μικρό παιδί των εννέα χρόνων που είμουν – το μικρό παιδί που, πιο ευτυχισμένο από μένα, γνώρισε τη μεγάλη αγάπη: την Αγάπη που δε ζητάει τίποτε και που τα δίνει όλα…
1924 («Αναβίωση», Κώστας Ουράνης)