Από την εποχή της ένταξής της στην τότε ΕΟΚ, πλέον Ε.Ε., η Ελλάδα ζητούσε τη μία παράταση μετά την άλλη, ώστε να μπορέσει να «προσαρμοστεί» στα τότε, νέα για την ίδια, δεδομένα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Η προστασίατου τάδε κλάδου ή του δείνα παραγωγού, μέσω ενός «ευλόγου» χρονικού διαστήματος προσαρμογής, προείχε του «ανοίγματος» της αγοράς στην οποία δραστηριοποιούνταν.
Μετά από σχεδόν 33 χρόνια, δεκάδες δισεκατομμύρια δραχμές και δεκάδες εκατομμύρια ευρώ σε ενισχύσεις και «πακέτα στήριξης», αλλά και μία (ακόμα) χρεοκοπία, η ελληνική αγορά παραμένει μία από τις πιο κλειστές στην ευρωζώνη.
Η συζήτηση για το άνοιγμα της ελληνικής αγοράς στον ανταγωνισμό δεν αφορά ούτε τα σημεία πώλησης των φαρμάκων, ούτε τη διάρκεια του φρέσκου ή μη γάλακτος, ούτε βεβαίως αν τα βιβλία θα πωλούνται με τιμή πλαφόν ή όχι.
Αφορά τη βούλησή μας ή την απουσία της για την ανοικοδόμηση της ελληνικής οικονομίας.