Πάντα απορούσα όταν στις διηγήσεις της γιαγιάς άκουγα εκείνο το… «στην πατρίδα». Μου ακουγόταν περίεργο και μου δημιουργούσε σύγχυση. Ποια πατρίδα, άλλη από την Ελλάδα; Κι όμως, όταν ξεκινούσε να μιλά για την «πατρίδα» που έζησε ο παππούς, εκεί στον Πόντο, σ’ ένα χωριό της Τραπεζούντας…
Οι γονείς του ήταν από εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του, ο Σταύρος, ήταν δάσκαλος και μιλούσε τρεις γλώσσες. Και θυμόταν πάντα το σεντούκι που είχαν κρυμμένα τα βιβλία στο σπίτι τους. Στη δούλεψή τους είχαν έναν Τούρκο, κι αυτός τον πρόδωσε, Τι ώρα θα περνούσε, από πού… Και τον κατέσφαξαν. Ήταν 30 χρονών.
Ο παππούς ορφανός κι από μάνα ξεκίνησε για την «άλλη» πατρίδα, οκτώ χρονών, με την ηλικιωμένη γιαγιά του, μαζί με το υπόλοιπο χωριό. Στο δρόμο, ανάμεσα στα βουνά, όταν η γιαγιά κατάλαβε πως φτάνει το τέλος, του είπε: «Γεννάδιε, περπάτα με τους χωριανούς και θα σας φτάσω». Δεν την ξαναείδε ποτέ. Αλλά είχε την ανάμνησή της μαζί του, μέχρι το τέλος… Και κρατούσε τις εικόνες από την πατρίδα πάντα μπροστά στα μάτια του. Κι όταν μιλούσε γι’ αυτή, οι λέξεις έβγαιναν από τα χείλη του σαν προσευχή…