Η ομιλία της φιλολόγου Στέλλας Λιούσα
Την Κυριακή 14 Ιουνίου 2015 στη Δημοτική Ενότητα Νέου Σουλίου τελέστηκε μνημόσυνο για τα 98 χρόνια από το θάνατο των Ομήρων το 1917. Ο Πανηγυρικός της ημέρας εκφωνήθηκε από την φιλόλογο Στέλλα Λιούσα στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Νέου Σουλίου. Στην ομιλία της η κυρία Λιούσα ανέφερε τα εξής: «Συμπληρώνονται σήμερα 20 χρόνια από τότε που τελέστηκε για πρώτη φορά το μνημόσυνο για τους 350 συντοπίτες μας που ξεριζώθηκαν βίαια από τον τόπο τους το 1917 από τους Βουλγάρους και τον άδικο χαμό 130 εξ αυτών στο αφιλόξενο βουλγαρικό έδαφος. Για να κατανοηθεί και να ερμηνευτεί αυτό το ιστορικό γεγονός είναι απαραίτητο να εξεταστεί με βάση τις συντεταγμένες του χώρου, του χρόνου και των περιστάσεων κατά τις οποίες εξελίχτηκε. Ο τόπος είναι η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, την οποία κατέλαβαν οι Βούλγαροι, και συγκεκριμένα το τμήμα που οριοθετείται από τον ποταμό Στρυμόνα και Νέστο περιλαμβάνοντας τους νομούς Σερρών, Καβάλας και Δράμας. Η αναμφισβήτητη γεωστρατηγική σημασία της περιοχής την καθιστά πόλο έλξης για τους γείτονές μας, οι οποίοι οραματιζόμενοι τη Μεγάλη Βουλγαρία, σε κάθε ευκαιρία επιζητούν διέξοδο στο Αιγαίο. Ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνει χώρα η συγκεκριμένη βουλγαρική κατοχή είναι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και συγκεκριμένα από το 1916 έως το 1918. Ειδικότερα, διακρίνονται δύο περίοδοι : αυτή που προηγείται και αυτή που έπεται της κήρυξης του πολέμου από την Ελλάδα εναντίον της Βουλγαρίας τον Ιούνιο του 1917. Διότι, όταν οι Βούλγαροι ακολουθώντας τους Γερμανούς συμμάχους τους εισέβαλαν τον Μάιο του 1916 στο Ρούπελ δεν είχε κηρυχτεί ακόμα ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών. Η Ελλάδα διχασμένη στεκόταν δίβουλη απέναντι σε έναν πόλεμο, που σάρωνε την Ευρώπη και ενισχύοντας τα εθνικιστικά πάθη οδηγούσε τη Νότια Βαλκανική σε αλλεπάλληλες συγκρούσεις. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, λοιπόν, η περιοχή της Ανατ. Μακεδονίας δεν κατακτήθηκε από το βουλγαρικό στρατό μετά από νικηφόρες μάχες, αλλά κατελήφθη αμαχητί, με την ανοχή της αμήχανης κυβέρνησης των Αθηνών. Οι παραβιάσεις, ωστόσο, των ανθρώπινων δικαιωμάτων για τις οποίες κατηγορήθηκε ο βουλγαρικός στρατός διαπράχθηκαν από την αρχή της κατοχής. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι εισδύοντας στην Ανατ. Μακεδονία η Κυβέρνηση της Σόφιας ήταν πεπεισμένη ότι αυτή η περιοχή, την οποία εποφθαλμιούσε από πολύ παλιά, θα παρέμενε βουλγαρικό έδαφος και το μόνο που την απασχολούσε ήταν να νοθεύσει την εθνολογική της σύσταση, αφανίζοντας κάθε ελληνικό στοιχείο. Για να πετύχει τους σκοπούς της η βουλγαρική διοίκηση χρησιμοποίησε μεθόδους εκφοβισμού και τρομοκρατίας, οι οποίες περιλάμβαναν μεταξύ άλλων ραβδισμούς, δολοφονίες και εκτοπισμό του πιο δυναμικού στοιχείου της ελληνικής μακεδονικής επαρχίας προς τη Βουλγαρία. Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου, δηλαδή πριν την επίσημη κήρυξη του πολέμου το 1917, η εκτόπιση εφαρμόσθηκε, με το πρόσχημα των μέτρων ασφαλείας, σε συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως άτομα με φιλελεύθερη αντίληψη, δασκάλους και ιερείς. Όμως μετά το 1917, που Ελλάδα και Βουλγαρία βρέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση, οι μετακινήσεις αυτές απέκτησαν μαζικό χαρακτήρα. Ακριβώς τότε, τον μήνα Ιούνιο ξεκίνησε ο εκπατρισμός των Νεοσουλιωτών και κράτησε περίπου 16 μήνες, μέχρι τον Οκτώβριο του 1918 που η Βουλγαρία έχασε τον πόλεμο και υπέγραψε ανακωχή. Ας ταξιδέψουμε όμως πίσω στο χρόνο και συγκεκριμένα στο Σουμπάσκιοϊ, όπως λεγόταν τότε το χωριό μας, το καλοκαίρι του 1917. Έκπληκτοι οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν το πρωινό εκείνο του Ιουνίου ότι πρέπει να παρουσιαστούν στο δημοτικό σχολείο όλοι οι άνδρες του χωριού από 17-60 ετών για να σταλούν στη Βουλγαρία. Πεζοί με συνοδεία έφιππων φρουρών έφτασαν μετά από 4 ώρες στο σιδηροδρομικο σταθμό στα Πόρνα (σημερινό Γάζωρο). Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι η σιδηροδρομική γραμμή από τις Σέρρες ως το Γάζωρο δε λειτουργούσε για λόγους ασφαλείας, ενώ από το Γάζωρο και πέρα το τρένο κυκλοφορούσε μόνο νύχτα. Εκεί, λοιπόν, οι Νεοσουλιώτες ενώθηκαν με φάλαγγες άλλων Σερραίων αιχμαλώτων και περίμεναν ώσπου να νυχτώσει. Στο τρένο που ήρθε με σβηστά τα φώτα, στοιβάχτηκαν 50 ή 60 μαζί, σε κλειστά βαγόνια που προορίζονταν για τη μεταφορά ζώων και εμπορευμάτων. Το ταξίδι με τρένο ήταν αληθινό μαρτύριο, δεδομένου ότι υπήρχε έλλειψη αέρα μέσα στα κλειστά βαγόνια, που για κανένα λόγο δεν επιτρεπόταν να ανοίξουν, στρίμωγμα που προκαλούσε αγκύλωση και απαγόρευση αποβίβασης για την ικανοποίηση βασικών τους αναγκών. Χαράματα έφτασαν στο Καραγάτς (σημ. Αδριανούπολη). Εκεί έγινε απολύμανση, τους κούρεψαν και την άλλη μέρα τους προώθησαν για τη Βουλγαρία και συγκεκριμένα στο στρατόπεδο Σιούμλα, ή, σύμφωνα με την έκθεση της διασυμμαχικής επιτροπής του 1919, Σκούμεν, το κύριο στρατόπεδο συγκέντρωσης, όσων μεταφέρονταν από την Ανατ. Μακεδονία στη Βουλγαρία. Εκεί έμειναν στοιβαγμένοι μέσα σε βρωμερούς στάβλους περίπου για μια βδομάδα και στη συνέχεια χωρίστηκαν σε ομάδες εργατών και οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας ανάλογα με τις ανάγκες. Οι περισσότεροι Νεοσουλιώτες οδηγήθηκαν έξω από την κωμόπολη Καρναβάτι (στη Βουλγαρία) και στο τρομερό Κίτσεβο (στα σημ. Σκόπια), όπου οι συνθήκες εργασίας, οι άγριοι χειμώνες, η κτηνωδία όσων το διοικούσαν, το μετέτρεπαν σε ≪κόλαση≫ και ≪νεκροταφείο≫. Οι περισσότεροι εργάζονταν στη σιδηροδρομική γραμμή που κατασκευαζόταν από το Καρναβάτι μέχρι το Σκούμεν και άλλοι, στην σιδηροδρομική γραμμή Όσκοβου-Οχρίδας που περνούσε από το Κίτσεβο. Γενικότερα, οι αγγαρείες στις οποίες υποχρεώνονταν ήταν πολλών ειδών: επιχωματώσεις, μεταφορά υλικών, εκμετάλλευση λατομείων, κόψιμο δέντρων, κατασκευή οδών. Παντού αντιμετώπισαν την ίδια περιφρόνηση όσον αφορούσε την υγεία, την αξιοπρέπεια και τη ζωή τους. Τους υπέβαλλαν σε μια εργασία εξοντωτική που διαρκούσε από δώδεκα ως δεκαπέντε ώρες τη μέρα, χωρίς αργίες, σε οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, ακόμα και τις νύχτες μερικές φορές, ενώ τους τάιζαν με ελάχιστο ψωμί και ένα ζουμί κάθε άλλο παρά θρεπτικό. Η πείνα τους βασάνιζε αδιάκοπα. Στεγάζονταν σε καταφύγια και καλύβες που κατασκεύαζαν οι ίδιοι με κλαδιά, και τα οποία δεν μπορούσαν να τους προστατέψουν από τις κακοκαιρίες. Ουδέποτε τους χορηγήθηκε άχυρο ή ψάθες κι έτσι πλάγιαζαν πάνω στο γυμνό χώμα. Τα εσώρουχα, τα ρούχα και τα παπούτσια τους που κουρελιάζονταν δεν αντικαθίσταντο ποτέ, βάδιζαν λοιπόν σχεδόν ξυπόλητοι και μισοντυμένοι με κουρέλια. Αφού ποτέ δεν τους χορηγήθηκε σαπούνι για να φροντίσουν την καθαριότητά τους, τα σώματά τους ήταν καταφαγωμένα από ψείρες, κοριούς και άλλα παράσιτα. Οι ομάδες των εργατών έσβηναν με ταχύτητα, από μια άνευ προηγουμένου θνησιμότητα που οφειλόταν στην πείνα, την υπερκόπωση, το ξύλο και τις επιδημίες. Η ήττα του βουλγαρικού στρατού και η ανακωχή, που ακολούθησε, έδωσαν την ελευθερία στους εκπατρισμένους. Η επιστροφή τους που άρχισε τον Οκτώβριο του 1918 και κράτησε μήνες, δεν ήταν μαζική. Άλλοι γύριζαν σε ομάδες, οι περισσότεροι όμως μεμονωμένοι. Επέστρεφαν με ό,τι μεταφορικό μέσο εύρισκε ο καθένας, κυρίως με τρένα ή και με τα πόδια, μέσα στη χαώδη κατάσταση που επικρατούσε τότε στη Βουλγαρία, η οποία έχασε τον πόλεμο.
Κυρίες και κύριοι,
Κλείνοντας την ομιλία μου, θα ήθελα τονίσω τη σημασία αυτού του μνημόσυνου και την ανάγκη να συνεχιστεί η τέλεσή του και στο μέλλον. Πιστεύω πως υπάρχουν τρεις λόγοι που καταδεικνύουν αυτή τη σπουδαιότητα. Καταρχάς, γιατί έχουμε το ηθικό χρέος απέναντι στους προγόνους μας. Όπως λέει ο Καζαντζάκης στην Ασκητική του: “Το πρώτο σου χρέος εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους” .“Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους”.“Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο σου τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει…” Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν σύγχρονα παραδείγματα μαρτύρων και πρότυπα καρτερίας και υπομονής, οι οποίοι έμειναν προσηλωμένοι στην αξία της ζωής και στην επιστροφή τους στην πατρίδα, με εφόδιο την πίστη τους στο θεό και την ελπίδα. Έτσι, εμπνέουν όλους εμάς σήμερα στον αγώνα της ζωής. Ο τρίτος και τελευταίος λόγος είναι διότι γνωρίζουμε ότι η ιστορία ανελίσσεται σπειρωειδώς. Αρα, υπάρχουν άπειρα αξονικά σημεία όπου ιστορικά γεγονότα επαναλαμβάνονται σχεδόν πανομοιότυπα, με πιο εξελιγμένες μεθόδους βέβαια. Ας κρατήσουμε, λοιπόν, στη μνήμη μας ότι όταν στις ανθρώπινες ψυχές φωλιάζει το μίσος και στο μυαλό ο φανατισμός, που προκαλεί η προπαγάνδα, τότε κυριαρχεί η αποκτήνωση, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο και η δυστυχία. Θα ήθελα πριν κλείσω να επισημάνω ότι σε μια Ενωμένη Ευρώπη, οι δύο όμορες χώρες Ελλάδα και Βουλγαρία, επιβάλλεται όχι μόνο να ζήσουν με ομόνοια και ειρήνη, αλλά και να συνεργαστούν στενότερα και αποδοτικότερα προς το συμφέρον των δύο λαών. Αυτή η κατεύθυνση είναι μονόδρομος και δεν πρέπει να υπάρχουν γκρίζες ιστορικές ζώνες. Ο κάθε λαός οφείλει να ερευνά το παρελθόν του απαλλαγμένος από εθνικιστικά στερεότυπα, γιατί όπως λέει ο Ισπανοαμερικανός φιλόσοφος George Santayana: “Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει”