Προχτές το πρωί, σε ουρά κεντρικού τραπεζικού καταστήματος της πόλης, ένας κύριος, γύρω στα 40, μουρμούριζε (με τρόπο όμως που να ακούγεται στο σύνολο των παρισταμένων): «Κοίτα να δεις οι Έλληνες. Στήνονται στις ουρές και πληρώνουν. Άρα, λεφτά υπάρχουν. Χώρια που έχει γεμίσει η πόλη με καφετέριες. Από την εποχή που έφυγα εγώ για τη Γερμανία έχουν ανοίξει τουλάχιστον 20 περισσότερες καφετέριες. Μέχρι και η Βενιζέλου γέμισε καφετέριες. Η κατανάλωση καφεΐνης σε αυτή την πόλη ίσως είναι η μεγαλύτερη κατά κεφαλήν στον κόσμο»!
Ήμουν λίγα μέτρα πίσω του και… δεν άντεξα στον πειρασμό, του έπιασα την κουβέντα. Αποδείχτηκε ότι έφυγε το 2010 για τη Στουτγκάρδη όπου δουλεύει στις δημόσιες συγκοινωνίες. Κερδίζει γύρω στα 2.000 ευρώ το μήνα καθαρά και η γυναίκα του δουλεύει επίσης. Τα χρόνια που ζούσε στις Σέρρες είχε ταξί. Πήρε την απόφαση να φύγει με την κρίση σε πολύ πρώιμο στάδιο ακόμα. Δεν το μετάνιωσε (εννοείται).
Σήμερα απορεί που οι Έλληνες αντέχουν ακόμα. Και – μέρες που ‘ναι – καταλήξαμε με μια αισιόδοξη νότα: όσοι επιβιώνουν με τέτοιο καθεστώς, σε τέτοιες συνθήκες, είναι ήρωες!