Το χαμένο Νόμπελ μία αληθινή ιστορία
- Ο συγγραφέας Γ. Αρκουδέας αποκαλύπτει τον άλλον Καζαντζάκη
Του Δημητρίου Γ. Νάτσιου
Οι Εκδόσεις Καστανιώτη και το PUBLIC παρουσίασαν την Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου το Βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα το «Χαμένο Νόμπελ μία αληθινή Ιστορία». Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στο χώρο του 2ου ορόφου του καταστήματος PUBLIC στην οδό Τσαλοπούλου. Πριν ξεκινήσει η εκδήλωση εργαζόμενοι του καταστήματος PUBLIC υποδέχθηκαν το κοινό προσφέροντας λικέρ και ακανέ ζεσταίνοντας την ατμόσφαιρα στο φιλόξενο χώρο παρουσιάσεων του καταστήματος «Με την εκδήλωση- παρουσίαση του Βιβλίου του Γ. Αρκουδέα κάνουμε ποδαρικό στις εκδηλώσεις μας για το 2016. θα επιδιώξουμε να δώσουμε βήμα για την προβολή των πολιτιστικών δραστηριοτήτων και παρουσιάσεων Βιβλίων» ανέφερε στον χαιρετισμό του ο υπεύθυνος του καταστήματος Public Σερρών Πάρης Κοτζαθανάσης.
Ο χρόνος καλύτερος κριτής
Στιγμιότυπο από την παρουσίαση του Βιβλίου στη αίθουσα εκδηλώσεων και παρουσιάσεων του καταστήματος PUBLIC
Για τον συγγραφέα και το Βιβλίο του μίλησε ο φιλόλογος Θωμάς Νότας. Χαρακτήρισε το Βιβλίο του Γιώργου Αρκουδέα μία ερωτική ιστορία απέναντι τον πεζογράφο Νίκο Καζαντζάκη και στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ των άλλων τα εξής: «Το Βιβλίο πραγματεύεται τη περίοδο από το 1946 έως το 1957 διάστημα που ο ψηφισμένος Έλληνας λογοτέχνης ήταν υποψήφιος για την απονομή του Βραβείου Νόμπελ. Ο Γιώργος Αρκουδέας με τη νηφαλιότητα ενός λογοτέχνη- μελετητή προσεγγίζει και καταθέτει την δική του εμπειρία, τους λόγους για τους οποίους ο Νίκος Καζαντζάκης δεν κέρδισε βραβείο Νόμπελ. Προσπαθεί μέσα από μία σειρά μαρτυρίες, άρθρα, επιστολές, αποσπάσματα από Βιβλία, έγγραφα και ντοκουμέντα να σκιαγραφήσει τον Κρητικό συγγραφέα. Προσπαθεί να αποκαταστήσει ένα ιστορικό λάθος αποτίοντας φόρο τιμής στον Καζαντζάκη χωρίς να το αγιοποιεί, χωρίς να τον εξιδανικεύει. Με ρεαλιστική διάθεση προσπαθεί να αποδώσει το κλίμα της εποχής και το κατηγορητήριο εναντίον του Καζαντζάκη. Ανασύρει ο συγγραφέας μία μαρτυρία του Υπουργείου Παιδείας προς την Ακαδημία Αθηνών στις 11 Ιουνίου του 1946 χρονιά που συζητιόταν μία κοινή συνυποψηφιότητα για το Βραβείο Νόμπελ των Καζαντζάκη και Σικελιανού. Στο έγγραφο αναφερόταν ότι το πρόσωπο που θα προτιμόταν από την Ελληνική πλευρά επισήμως πέρα από το πνευματικό του έργο έπρεπε να τυγχάνει γενικής αναγνωρίσεως και για την Εθνική του αντίληψη. Τελικά η υποψηφιότητα του Καζαντζάκη θεωρήθηκε εκπρόθεσμη και απορρίφθηκε. Το 1947 κατατίθεται νέα πρόταση για το Νόμπελ Λογοτεχνίας για τους Καζαντζάκη- Σικελιανό αλλά το Νόμπελ καταλήγει στον Γάλλο Ανρε Ζιλ . Το 1950 πάλι προτάθηκαν Καζαντζάκης και Σικελιανός από τον Σουηδό Ακαδημαϊκό αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τη χρονιά που ο Καζαντζάκης διεκδίκησε με περισσότερες πιθανότητα το βραβείο ήταν το 1956 αλλά το Νόμπελ απομενήθηκε στον Ισπανό Χιμένεθ. Το μόνο βραβείο που κέρδισε επί Ελληνικού εδάφους ήταν το 1956, μία χρονιά πριν πεθάνει, για τα θεατρικά του και όχι για κάποιο από τα μυθιστορήματα του. Ίσως τα αισθητικά κριτήρια να μην επαρκούν για τη βράβευση ενός ανθρώπου του πνεύματος την εποχή που ζει. Ευτυχώς που ο χρόνος, αυτός ο αδυσώπητος και αντικειμενικός κριτής που άλλοτε δικαιώνει και άλλοτε καταβαραθρώνει έδωσε το δικό του στίγμα στον Καζαντζάκη. Ο χρόνος ήταν ο καλύτερος κριτής για τον Κρητικό συγγραφέα».
Δίκαιος απέναντι σε προτερήματα και ελλατώματα
Εργαζόμενες του καταστήματος PUBLIC πρόσφεραν λίκερ και ακανέ στο ακροατήριο πριν ξεκινήσει η εκδήλωση.
Ακολούθως τον λόγο πήρε ο συγγραφέας Γιώργος Αρκουδέας ο οποίος ευχαρίστησε το κοινό, το PUBLIC και τον Θωμά Νότα για την παρουσίαση του Βιβλίου. Ζήτησε από τους αναγνώστες να κρίνουν το Βιβλίο αυστηρά αλλά δίκαια. Ξεκίνησε να συλλέγει στοιχεία πριν δέκα χρόνια και το έναυσμα δόθηκε από ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» το 2000 από τον Πάτροκλο Σταύρου(έφυγε πριν τρία χρόνια ήταν ο θετός υιός της Ελένης Καζαντζάκη και ο κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων του Νίκου Καζαντζάκη). Ο Γιώργος Αρκουδέας υποστήριξε στην ομιλία του ότι ο Νίκος Καζαντζάκης δεν πήρε το Βραβείο Νόμπελ γιατί η Ελληνική πολιτεία όχι μόνο δεν στάθηκε αρωγός αλλά ήταν ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο. Ο συγγραφέας στη ομιλία του ανέφερε για το βιβλίο του τα εξής: «Το 1947 όταν διεκδίκησε για πρώτη φορά το βραβείο ο Καζαντζάκης υπήρχε άλλη μία υποψηφιότητα του Γεωργίου Βουγιουκλάκη τον οποίο σήμερα κανείς δεν γνωρίζει. Αυτό έγινε για να συσκοτίσει τη δυναμική που ανέπτυσσε η υποψηφιότητα Καζαντζάκη- Σικελιανού. Υπήρχαν πολλά γράμματα Ελλήνων που ανέφεραν ότι δεν επιθυμούν να βραβευτεί ο Καζαντζάκης για τρείς λόγους. Ότι είναι άθεος, κομμουνιστής και διαφθορέας των νέων. Υπήρξε μία πίεση της Ελληνικής πολιτείας μέχρι το 1954 όταν πραγματοποιήθηκε μία συνάντηση του Καζαντζάκη με τη βασίλλισα Φρειδερίκη. Η Φρειδερίκη γοητεύτηκε από την προσωπικότητα του Καζαντζάκη. Μάλιστα τη συνάντηση απαθανάτισε φωτογράφος που και την επόμενη μέρα η φωτογραφία δημοσιεύτηκε σε όλες τις Αθηναϊκές εφημερίδες. Τότε όλοι είπαν το εξής: Αφού έγινε και αυτό πρέπει να πάψουμε να ασχολούμαστε με τον Καζαντζάκη. Ωστόσο ο Καζαντζάκης είναι ο πιο κατατρεγμένος Ελληνας λογοτέχνης. Το 1947 εργαζόταν στην ΟΥΝΕΣΚΟ, του βρήκαν δουλειά για να ξεφύγει από το οικονομικό αδιέξοδο που τον καταδίωκε σε όλη του τη ζωή. Τον βοήθησαν οι Έλληνες πολιτικοί Παναγιώτης Κανελλόπουλος συντηρητικός πολιτικός και εκπληκτικός φιλόσοφος, ο φιλελεύθερος πολιτικός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Αλέξανδρος Σβώλος σοσιαλιστής για τη εποχή του και ο γέρος της Δημοκρατίας Γεώργιος Παπανδρέου. Το βιβλίο έρχεται να αποκαταστήσει τον σπουδαίο Έλληνα Λογοτέχνη. Προσπάθησα να μην τον ηρωποιήσω,να αναφερθώ σε όλα τα ελλατώματα του. Ήταν ένα άκρως εγωκεντρικό άτομο, πιστεύω ότι δεν ήξερε πραγματικά να αγαπάει και ήταν άνθρωπος των άκρων. Ο καθένας κρατά από τον Καζαντζάκη αυτό που θέλει ή αυτό που τον βολεύει. Ήταν εργασιομανής και επιστολογράφος. Ήθελε να βοηθήσει τον άνθρωπο να ανυψωθεί και να γίνει καλύτερος. Στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη ο Καζαντζάκης ήθελε να γίνει Ιερωμένος. Διαπίστωσε στη πορεία ότι στην Κρήτη ότι οι Ιερωμένοι δεν είναι οι άγιοι πατέρες όπως πίστευε μέχρι τότε άλλα ότι κουβαλούσαν πολλά από τα γηϊνα πάθη των ανθρώπων. Το Βιβλίο δεν περιορίζεται μόνο στο χαμένο Νόμπελ του Καζαντζάκη αλλά είναι μία αφορμή για να οδηγηθούμε στο σήμερα. Καταλήγει στα Χριστούγεννα του 2014 και τις αρχές του 2015. Το Βιβλίο εκδόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου του 2015. Θέλει να αναδείξει πόσα χαμένα Νόμπελ πρέπει να υπάρξουν για να αντιληφθούμε ποιοι πραγματικά είμαστε και να διδαχθούμε από τα λάθη μας».