Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών και ο Σύλλογος Φίλων Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σερρών, στο πλαίσιο της δράσης «Η Λογοτεχνία στην Οθόνη» παρουσιάζουν την κινηματογραφική ταινία «Το Φάντασμα της Όπερας». Το έργο θα προβληθεί τη Δευτέρα. 12 Ιανουαρίου, στις 20:00 και η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.
Λίγα λόγια για το έργο
Η αγάπη γεννά ιστορίες αγάπης. Και ο Aντριου Λόιντ Βέμπερ, σφόδρα ερωτευμένος με τη σύζυγό του, την υψίφωνο Σάρα Μπράιτμαν, εμπνεύστηκε από το πασίγνωστο βιβλίο του Γκαστόν Λερού και έγραψε για εκείνη ένα μιούζικαλ που θα της επέτρεπε να ξεδιπλώσει όλη την έκταση της φωνής της. Τα παραπάνω υποστηρίζουν όσοι γνωρίζουν το παρασκήνιο. Το προσκήνιο ωστόσο είναι πολύ πιο συναρπαστικό. Το “Φάντασμα της Όπερας” έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο το 1986 και εξελίχθηκε σε μια από τις πιο δημοφιλείς και προσοδοφόρες παραστάσεις στην ιστορία του λονδρέζικου θεάτρου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισαν οι προετοιμασίες για τη μεταφορά της παράστασης στην οθόνη και μάλιστα με τους πρωταγωνιστές του αρχικού καστ, Μάικλ Κρόφορντ και Σάρα Μπράιτμαν. Όμως ο χωρισμός του ζεύγους Βέμπερ-Μπράιτμαν έστειλε τα σχέδια στις καλένδες. Δέκα περίπου χρόνια αργότερα ο Βέμπερ επανήλθε. Επέλεξε ως σκηνοθέτη τον Τζόελ Σουμάχερ, έγραψε μερικά τραγούδια αποκλειστικά για την κινηματογραφική εκδοχή, εξασφάλισε τη συμμετοχή της Warner Bros. Στην παραγωγή και το “Φάντασμα” πήρε επιτέλους το δρόμο για τα στούντιο. Συγκεκριμένα, τα θρυλικά στούντιο Πάινγουντ της Αγγλίας, όπου στήθηκαν μια μικρογραφία του εξωτερικού της όπερας του Παρισιού, οι επιβλητικοί εσωτερικοί χώροι του κτιρίου, τα υπόγεια της όπερας και η σπηλιά στην οποία ζει το Φάντασμα, καθώς και το νεκροταφείο.
Το έργο αρχίζει σε μια ερημωμένη όπερα. Τίποτα δεν θυμίζει τα παλιά μεγαλεία. Διενεργείται δημοπρασία. Ένα από τα αντικείμενα που βγαίνουν στο σφυρί είναι και ο τεράστιος πολυέλαιος της αίθουσας. Λέγεται ότι γκρεμίστηκε από την οργή του θρυλικού Φαντάσματος και οδήγησε στην εγκατάλειψη του χώρου. Μια ομοβροντία από χαμηλές συχνότητες σηματοδοτεί την έναρξη της μουσικής. Τη διαδέχονται οι πρώτες νότες της εισαγωγής. Ως δια μαγείας ο πολυέλαιος ανάβει και αρχίζει να ανεβαίνει προς το ταβάνι. Ταυτόχρονα, με τη μαγεία της ψηφιακής τεχνολογίας, ο χώρος μεταμορφώνεται σταδιακά: Οι πυρσοί της σκηνής ανάβουν, η σκόνη φεύγει από τα καθίσματα και από τις κουπαστές των θεωρείων, τα βελούδα αποκτούν το ζωηρό κόκκινο χρώμα τους, στους τοίχους εμφανίζεται η χρυσή διακόσμηση, τα καμαρίνια γεμίζουν χορευτές και ηθοποιούς που ετοιμάζονται για πρόβα. Αρχίζει να ξετυλίγεται η ιστορία της Κριστίν που είναι ερωτευμένη με τον Ραούλ και κινδυνεύει από την εκδικητική μανία του μέντορά της: Ενός ιδιοφυούς μουσικού με παραμορφωμένο πρόσωπο που ζει στα υπόγεια της όπερας και που δεν διστάζει να σκοτώσει, προκειμένου να κάνει την Κριστίν ντίβα του λυρικού θεάτρου και παράλληλα να την έχει υποχείριό του.
Σε επίπεδο μουσικής συναντάμε ξανά το concept παλαιότερων μιούζικαλ του Βέμπερ (νούμερα με ντουέτα, σόλο ή χορωδία), αλλά ενταγμένο σε ένα κατά κάποιον τρόπο πιο ολοκληρωμένο έργο. Οι αποσπασματικές εικόνες που συνέθεταν μιούζικαλ όπως η “Εβίτα”, οι “Γάτες” ή το “Jesus Christ Superstar” έχουν αποκτήσει ροή και σκηνική συνοχή. Οι φωνές είναι θαυμάσιες. Όλοι οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται στα υψηλά στάνταρτ των συνθέσεων, τραγουδώντας με τη δική τους φωνή. Η μόνη που δεν τραγουδά είναι η Μίνι Ντράιβερ. Την ντουμπλάρει η Βρετανίδα Μάργκαρετ Πρις.
Το θέαμα είναι συναρπαστικό. Τα σκηνικά και τα κοστούμια συνθέτουν μια μπαρόκ φαντασμαγορία, που μεταφράζεται σε χρυσαφένια διακόσμηση, επιβλητικά αγάλματα, ή ακόμα πιο επιβλητικά ανήλιαγα υπόγεια φωτισμένα από πυρσούς και σε ρούχα στα οποία κυριαρχεί το βελούδο. Διόλου τυχαία η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ Φωτογραφίας, Σκηνικών και Κοστουμιών. Έχασε στη στροφή από το “Aviator” του Σκορτσέζε, ίσως και για λόγους σκοπιμότητας.