Μεγάλη Παρασκευή σήμερον. Ο Κύριος και Σωτήρας μας κείται νεκρός σε σφραγισμένο τάφο, υπό ισχυράς κουστωδίας.
Τετέλεσται.
Το εκούσιον πάθος στο τέλος του.
Φρικτό, απάνθρωπο, κτηνώδη, βαρβαρώδη θάνατο βρήκε ο «εν ύδασι την γην κρεμάσας…».
Και όλα αυτά για ημάς τους αμαρτωλούς, τους απογόνους του Αδάμ, οι οποίοι βρισκόμαστε στου κακού τη σκάλα…!
Δεν γενικεύοεμν.
Απλώς, που τώρα «γέρος έχω αράξει στο νησί…» παρατηρώ, κάνοντας διάφοες συγκρίσεις στις συμπεριφορές των ανθρώπων, αναφωνώ ΑΛΛΟΤΕ και ΤΩΡΑ.
Από τους καλούς μου γονείς, παις έτι ων, διδάχθηκα να εκκλησιάζομαι, ν’ αγαπώ τους συμμαθητές μου, να σέβομαι τους δασκάλους μου και γενικώς να μη είμαι ατίθασος, απείθαρχος, να μη είμαι αλήτης.
Τούτ’ αυτά διδάχθηκα και από τους σοφούς μου δασκάλους, όλων των βαθμίδων.
Δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι τέλειος, ότι είμαι καλός Χριστιανός, αλλά πάντως προσπαθώ ανθρωπίνως νάμαι ανεκτικός, πονετικός, φιλάνθρωπος, να μετανοώ, να συγχωρώ τους αδικούντες μου.
Προσπαθώ ν’ αδικούμαι, παρά ν’ αδικώ.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα.
Μεγάλη ημέρα της Χριστιανοσύνης η καλοκάγαθη και με πλουσία αμάθεια μακαρίτισσα μάνα μου, ΦΩΤΕΙΝΗ, σαν σήμερα δεν μας άφηνε να τρώμε τίποτε.
Μόνο μαρούλια χωρίς ξύδι, ενώ τώρα…!
πό ενωρίς μας έλεγε να πάμε να περάσωμε, τρεις – τέσσερις ΕΠΙΤΑΦΙΟΥΣ, από κάτω σταυρωτά, για να μη μας πονά το κεφάλι όλο το χρόνο και να μας φωτίσει ο Χριστός νάμαστε πρώτοι μαθητές και καλά παιδιά.
Τα τηρούσα όλα κατά τας υποδείξεις, αφού προηγουμένως ως «αιρετικός»(!), την… πείραξα λέγοντάς της να μου δώσει να φάω ένα κόκκινο αυγό (το θεωρούσε μεγάλη αμαρτία) και δικαίως κατ’ αυτήν, στο τέλος έκανα, εποιούσα ό,τι η ευσεβής εν τη αγραμματοσύνη της μάνα μου ΦΩΤΕΙΝΗ, «διέτασσε». Το βράδυ μας έπλυνε πρώτα τα γόνατα και μετά μας πήγαινε στην Εκκλησία, για να ακούσομε τα «εγκώμια», τίποτα δεν καταλάβαινα απ’ όλα αυτά και το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν πότε θα πάμε στο «Χριστός Ανέστη» να σπάσω κροτίδες, να σπάσω αυγά και μετά να φάω μαγειρίτσα.
Επίσης με παρότρυνε ν’ ακολουθώ την περιφορά του Επιταφίου και πάλι τίποτε δεν καταλάβαινα, γι’ αυτό και αισθανόμουνα ΕΥΤΥΧΗΣ και χαρούμενος – ενώ ΤΩΡΑ; – αλλά η μητέρα μου δεν ακολουθούσε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, γιατί έπρεπε νάρθει στο φτωχικό σπίτι και από το «παράθυρο», την ώρα που «περνούσε» έκαιγε θυμίαμα, κρατούσε λαμπάδα στο χέρι, είχε εικόνα πάνω στο «περβάζι» και συνεχώς σταυροκοπιόταν.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ένιωθα. Και δεν ξέρω τώρα «που γέρος έχω αράξει στο νησί» μετά από τόσο διάβασμα πότε ήταν για μένα καλύτερα…!
Δεν υπάρχει αμφιβολία για την απάντηση.
Ασφαλώς ΤΟΤΕ.
Ενώ τώρα… «βράστα».
Θεία Παιδικά Χρόνια. Γιομάτα φτώχεια, δυστυχία, μιζέρια, αλλά ευτυχισμένα, χαρούμενα, απολαυστικά.
Η ευτυχία πιστεύω ευρίσκεται στη φτώχεια, μιζέρια, άγνοια, αμάθεια.
Διαφορετικά άστα να πάνε…!
Στο αποψινό Ευαγγέλιον (Κατά Ματθαίον) που θ’ αναγνωσθεί απ’ Άμβωνος, που είναι και το «δωδέκατον» της Μεγ. Πέμπτης, ο διάκονος θα διαβάσει:
«Τῇ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν Παρασκευήν, συνήχθησαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς Πιλᾶτον, λέγοντες· Κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος (δική μου η υπογράμμιση) εἶπεν, ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. Κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς, κλέψωσιν αὐτὸν, καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ· ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. (οι υπογραμμίσεις δικές μου). Ἔφη δὲ αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Ἔχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε, ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. Οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον, σφραγίσαντες τὸν λίθον, μετὰ τῆς κουστωδίας».
Ας επανέλθομε στο θρησκευτικό, θεολογικό πνεύμα των ημερών.
Σήμερα ο Χριστός μας «κηδεύεται», αλλά η άρχουσα τάξη της εποχής του και νεκρόν τον φοβάται.
Για να μη αναστηθεί ο «πλάνος» του σφραγίζουν τον τάφο του και βάζουν διπλές και τριπλές σκοπιές και φύλακες – δεν μπορούσαν να το χωνέψουν ότι, όπως τους τάπε, θα ΑΝΑΣΤΗΝΟΤΑΝ – και έκαναν σκέψεις μήπως τον κλέψουν οι μαθητές του και πούνε ότι αναστήθηκε και θα είναι η «εσχάτη πλάνη» (η Ανάστασή του δηλαδή) χειροτέρα της πρώτης (δηλαδή ότι εγεννήθη ο Χριστός – Θεός).