Κάθε μέρα περνούν λογής-λογής «ατυχήσαντες» από το γραφείο: νεαροί «από πρόγραμμα απεξάρτησης», παιδάκια «με άρρωστους γονείς», γονείς «με άρρωστα παιδάκια» με χαρτομάντηλα, στυλό και αναπτήρες που δήθεν πουλάν… Και τυχαίνει οι περισσότεροι να περνούν την ίδια ημέρα. (Τι σύμπτωση κι αυτή μια φορά τη βδομάδα!).
Το κακό έχει παραγίνει.
Βοηθάς και σκέφτεσαι ότι μάλλον σε πιάνουν κορόιδο, γιατί τελικά, δεν πρέπει να είναι και τόσο ατυχήσαντες.
Και θυμώνεις με τον εαυτό σου γιατί τους βοήθησες.
Κι αν δεν τους βοηθήσεις, έχεις τύψεις, μήπως τα λεφτά που τους έδινες έπιαναν τόπο και χόρταινε κάποιο άδειο στομάχι..
Και καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι μάλλον σε «έπιασαν κότσο» και τα λεφτά σου θα γίνουν «καφές» και «χαρτζιλίκι» (αν όχι τίποτα «ουσίες»), γιατί εσύ δουλεύεις για να ενισχύσεις αυτούς που σε «δουλεύουν», τους επιτήδειους που έχουν κάνει επάγγελμα τη ζητιανιά…
Και αποδέχεσαι ότι ο «ατυχήσας» ή η «ατυχήσασα» είσαι εσύ κι όχι οι άλλοι…