Παρασκευή, 28 το Φλεβάρη. Τον αποχαιρετούμε με πολλές ευχαριστίες, γιατί «Φλέβισε» και μας έκανε … «Αλκυονίδες Ημέρες…».
Παρασκευή και το αίτημα δεν ισχύει. Ισχύει όμως η προσμονή της υλοποίησης των υποσχέσεων. Εάν και τώρα, τότε … θλιβερά η κατάσταση.
Και τι σημαίνει δήμαρχε, κτηνίατρε Πέτρο Αγγελίδη: «θαλερό το περιβάλλον…»;
Είναι Ελληνικά αυτά, αυτά ούτε «Καλυβιώτικα» είναι, ούτε «Καμενικιώτικα»…!
Αλλα ζητεί η ψυχή μου, για άλλα κλαίει.
Κλαίει για την αναισχυντία.
Ούτε μια επιταγή μου, που δεν εξέδωσε ποτέ, σφραγίσθηκε. Ούτε «πτωχός» κηρύχθηκα με απόφαση του Δικαστηρίου και ούτε χαίρομαι που με κέρασε καφέ στο πανδοχείο ο … ξέρεις εσύ…!
Πίσω από τα καλντερίμια της νύχτας, έρχεται σιγοτραδουγώντας η αυγή…
«Eις οιωνός άριστος…»
O Γιάννης Kοτόφωλος («Oικονομική», 29 Δεκ. 2013), σε στήλη που δεν αφήνει ούτε σπιθαμή χώρο για αμφιβολία, λέει ότι επιβάλλεται να ανήκει η Eλλάδα στην ενωμένη Eυρώπη. Παράδειγμα, «… η υπεράσπιση εθνικών εξουσιών όταν δεν διαδραματίζουν κανένα εποικοδομητικό ρόλο στο νέο περιβάλλον… φύσει αδύνατον η χώρα να υπερασπιστεί τον εαυτόν της… δεν έχει πρακτική αξία η διατήρηση της εθνικής εξουσίας…» κ.τλ.
Aυτού του είδους η λογική μάλλον θα πρέπει να έχει δοκιμασθεί διαμέσου των αιώνων στην Eλλάδα, από τη Pωμαϊκή μέχρι την Oθωμανική Aυτοκρατορία, από εκείνους που πίστεψαν ότι θα ήταν εξωφρενικό να επιδιώξει η μικρή Eλλάδα πολιτική εθνικής εξουσίας, που θα την έφερνε αυτόχρημα αντιμέτωπη με την εκάστοτε αυτοκρατορική υπερδύναμη.
Σήμερα, η πρόταση της εξουσίας που λίγο-πολύ ευαγγελίζονται οι συμβατικοί, είναι η πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, που πιστεύεται ότι, αν αψηφηθεί, θα μπορούσε να γονατίσει και οικονομίες πολύ μεγαλύτερες από την Eλλάδα – ιδέ Γερμανία. Tο φαινόμενο αυτό εμπεριέχει στοιχεία ψυχροπολεμικής διαμάχης, διότι –και πέραν της απενεργοποίησης του Συμφώνου Bαρσοβίας, το NATO συνεχίζει να υφίσταται– το σχέδιο για την επικράτηση μιας παγκόσμιας εξουσίας που βασίζεται στην οικονομική ολιγαρχία, θα αντιμετωπίσει σθεναρή αντίσταση από Kίνα, Pωσία και άλλες… μικρότερες ίσως χώρες.
Eξάλλου, θέλω να πιστεύω ότι η Eλλάδα έχει και σήμερα ειδήμονες και διπλωμάτες ικανούς να διαπραγματευτούν και συνάψουν διακρατικές και περιφερειακές συμφωνίες και συμμαχίες που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της χώρας, δίχως ποτέ να αμφισβητείται η σημασία υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας.
H πείρα της Eυρωπαϊκής Eνωσης έχει φέρει τη χώρα μας σε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας της, μπροστά σε μια απρόσωπη και ανεύθυνη γραφειοκρατία στις Bρυξέλλες, σε μια σειρά από κυβερνήσεις που ισχυρίζονται ό,τι η κατάσταση βελτιώνεται, ενώ η πραγματικότητα είναι τραγική σε ότι αφορά το εισόδημα, την παιδεία, την ανεργία, την υγεία και την απαισιοδοξία των κατοίκων της. Eίμαστε ένας λαός που πρέπει να συνεχίσει να παλεύει και να μεγαλουργεί.
H ιδέα ότι η εθνική εξουσία –και κυριαρχία– μπορεί να «υπεργολαβηθεί» στο Bερολίνο και στις πολυεθνικές για το καλό της χώρας απέχει παρασάγγας από τη διαρροή εγκεφάλων, την ανέχεια και την σταδιακή βύθιση στην υπανάπτυξη που μηχανεύεται για εμάς η αδιαφορία των εταίρων μας. Aλλωστε το είπαν πολύ πριν από εμάς, οι πρόγονοί μας: «Eις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης».
Δεν συμφωνώ φίλε μου.
Αλλοίμονο στον αστικό πληθυσμό!
Η στήριξη της εγχώριας αγροτικής παραγωγής και η παροχή κινήτρων προς τον αγροτικό πληθυσμό για να παραμείνει στις «επάλξεις» αποτελούν στοιχεία της πολιτικής όλων των κυβερνήσεων απανταχού της Ευρώπης, αλλά και στις ΗΠΑ. Ολες οι κυβερνήσεις θέλουν -και σωστά- να εξασφαλίζουν ότι ένα τουλάχιστον σημαντικό ποσοστό της διατροφής του πληθυσμού θα προέρχεται από την εγχώρια αγροτική παραγωγή και ταυτόχρονα βέβαια να κερδίζουν τις ψήφους των αγροτών. Δίχως να λησμονείται ότι ένα μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των θέσεων εργασίας σε κάθε χώρα ή ακόμη και των εξαγωγών βασίζεται στην ύπαρξη αγροτικής παραγωγής. Γι’ αυτό, άλλωστε, στην Ευρωπαϊκή Ενωση υιοθετήθηκε η περίφημη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), στην οποία δόθηκαν και δίδονται τεράστια κονδύλια.
Αυτά ισχύουν και για την Ελλάδα, προσαρμοσμένα όμως στη λεγόμενη ελληνική πραγματικότητα. Με τις απαραίτητες στρεβλώσεις, με τη διαχρονική άρνηση στα πάντα και για τα πάντα, με τον παραλογισμό, την αναποτελεσματικότητα, την κλοπή και τη διαφθορά σε έξαρση, αλλά και με τη μεγιστοποίηση στο έπακρο των απαιτήσεων των Ελλήνων αγροτών. Οι οποίοι μέσα σε λίγες δεκαετίες μεταμορφώθηκαν και από φτωχό και ρακένδυτο τμήμα του πληθυσμού εξελίχθηκαν σε κακομαθημένη συντεχνία. Χάρις στα φάρμακα, στα λιπάσματα, στην άρδευση και στα μηχανήματα που πολλαπλασίασαν παραγωγή και παραγωγικότητα, αλλά χάρις επίσης στις επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση και την ανοχή και υποχωρητικότητα διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στα παράλογα αιτήματα, τις μεθοδεύσεις και παρανομίες, τις απειλές και κινητοποιήσεις τους.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα άπειρα λεφτά από τις επιδοτήσεις; Τα λεφτά από τα διαρθρωτικά ταμεία για να γίνουν αναδιαρθρώσεις που δεν έγιναν; Τις «κομπίνες» με τα βαμβάκια που έβρεχαν για να βαρύνουν, τις ελιές που η μέτρησή τους είχε πολλαπλασιαστή ή τα ζώα που κυκλοφορούσαν από κτηνοτρόφο σε κτηνοτρόφο;
Τις απειλές κατά των ελεγκτών για να μην ελέγχουν;
Τα μπλόκα των εθνικών οδών για να εξασφαλιστούν «όλα τα λεφτά για όλα τα κιλά»; Τους δύστυχους δημοσιογράφους των καναλιών που μετέδιδαν από τα μπλόκα υπό την αφόρητη πίεση των αγωνιστών για να τα πουν όπως εκείνοι τα ήθελαν; Τις τεράστιες ελαφρύνσεις στα καύσιμα, τα φάρμακα, τα λιπάσματα;
Τις αποζημιώσεις για δήθεν ολικές καταστροφές από τον καιρό; Τα 500 εκατομμύρια του Χατζηγάκη και άλλα;
Την πλήρη ασυδοσία στη χρήση των νερών που απειλεί σε πολλές περιοχές τον υδροφόρο ορίζοντα; Τα δάνεια που πήγαιναν σε κατοικίες και τα χαρισμένα χρέη;
Τη διαφθορά και την ασχετοσύνη στη διαχείριση στους συνεταιρισμούς;
Την πλήρη φοροδιαφυγή; Τι απ’ όλα, τέλος πάντων;
Τώρα οι αγρότες απαιτούν πάλι τα πάντα, απειλώντας με μπλόκα και έχοντας την υποστήριξη διαφόρων αγροτοπατέρων – βουλευτών που βομβαρδίζουν τη Βουλή με συνεχείς ερωτήσεις. Δεν θέλουν να πληρώνουν φόρους για την περιουσία τους και τα έσοδά τους ούτε να κρατούν στοιχειώδη βιβλία, θέλουν επιδοτήσεις, τιμές και γενικά να αποτελούν μία ειδική κατηγορία πολιτών χωρίς καμία υποχρέωση και με όλα τα προνόμια.
Πλησιάζουν ευρωεκλογές, περιφερειακές εκλογές, ίσως και εθνικές εκλογές και βλέπουν ανοικτό γήπεδο μπροστά τους.
Ηδη, καταλήγει ο καλός φίλος από τα παλιά και εξαίρετος συνάδελφος Αγγελος Στάγκος, «δικαιώνονται» σταδιακά. Αλλοίμονο στον αστικό πληθυσμό!
Τον τελευταίο καιρό, ένα ανησυχητικό φαινόμενο επιχωριάζει στον ενημερωτικό Tύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, με αναφορά στο δικαστικό ρεπορτάζ. Δικαστικοί λειτουργοί που χειρίζονται υποθέσεις με ευρύτερη δημοσιότητα, αποκαλούνται επανειλημμένως από δημοσιογράφους με το… ονοματεπώνυμό τους, και όχι ως έδει, με την ιδιότητα και τον βαθμό του λειτουργήματός τους. Τους επιφυλάσσεται δηλ. το προνόμιο(;) μιας αχρείαστης επωνυμίας που τείνει να τους μετατρέψει από θεράποντες της ελληνικής Δικαιοσύνης σε αστέρες των ταμπλόιντ. Αντί λ.χ. να γίνεται λόγος για «διαφωνία εισαγγελέως και ανακριτού», όπως ορίζει μεταξύ άλλων το αρ. 283 ΚΠΔ, ακούσαμε πρόσφατα σε πολύκροτη υπόθεση, να γίνεται λόγος για τη διαφωνία της κυρίας τάδε με τον κύριο δείνα.
Η τάση αυτή είναι εξοβελιστέα από τα ΜΜΕ τουλάχιστον για τρεις λόγους: Πρώτον για λόγους που αφορούν την ασφάλεια των συγκεκριμένων προσώπων. Δεύτερον, για λόγους που έχουν να κάνουν με το κύρος και τον συμβολικό χαρακτήρα της Δικαιοσύνης ως θεσμού κατεξοχήν «απροσώπου», αλλά και με εσωτερικά ζητήματα της τελευταίας: Το να προβάλλονται μόνο τα τμήματα που χειρίζονται τις «σπουδαίες» υποθέσεις της δημοσιότητας –για τις οποίες ο Τύπος επιδαψιλεύει επευφημίες– υποτιμά το έργο που προσφέρουν οι «ανώνυμοι» δικαστικοί καθημερινώς στα ακροατήρια, έργο εξίσου (αν όχι και περισσότερο!) δύσκολο και σοβαρό.
Τρίτον, διότι και η υποψία ενός ναρκισσισμού των «επωνύμων», ο οποίος τροφοδοτεί την υπερπροβολή στα ΜΜΕ και τροφοδοτείται από αυτή, δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί, ακόμη και για τον καλόπιστο παρατηρητή. Αν η Δικαιοσύνη είναι τυφλή, ο κόσμος έχει μάτια και βλέπει.
Νομίζω ότι οι δικαστικοί της χώρας οφείλουν να διαμηνύσουν οι ίδιοι στα Μέσα τη βούλησή τους να σταματήσει το φαινόμενο, μέσα από κατεξοχήν αρμοδίους φορείς τους, όπως λ.χ. το «Γραφείο Τύπου και Ενημέρωσης» στην Εισαγγελία (βλ. «Καθημερινή» 16-11-2013). Οι δε δημοσιογράφοι οφείλουν να ξαναδούν με προσοχή τις αρχές που διέπουν ένα ευαίσθητο ρεπορτάζ όπως το δικαστικό.
Η στοχοποίηση της ακίνητης περιουσίας, πέραν κάθε βαθμού λογικής και εκβιαστικά τώρα πλέον, καθιστά τους ιδιοκτήτες αυτής υπόλογους να υποστούν τα δεινά σε κάθε αδυναμία να καταβάλουν τα άγνωστα και μη αναμενόμενα ποικίλα χαράτσια και φόρους και ουκ ολίγοι να μην έχουν να τα δώσουν. Μεγάλη μερίδα ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας φυσικό είναι να την κατέχει και ο Ελληνισμός του εξωτερικού και της ξενιτιάς.
Oλοι αυτοί, κατά καιρούς, από τη δεκαετία του ’50 και του ’60 μέχρι της νυν κατάντιας, επένδυσαν σε κάποιο ακίνητο, διαμέρισμα, κατάστημα ή εξοχική κατοικία στην πόλη ή στο χωριό κ.λπ., άλλοι συνεπαρμένοι από την κάποια πιθανή μέρα του γυρισμού και άλλοι της παλιννόστησης και αυτής της νοσταλγίας, άλλοι επαγγελματικά και όλοι μαζί, πού αλλού(;) στην πατρίδα.
Οι ίδιοι οι κληρονόμοι αυτών και διάδοχοι είναι μεταξύ των θυμάτων αυτής της εκβιαστικής εξόντωσης. Στην Ελλάδα τώρα πληρώνουν για τα διαπιστωμένα και εξόφθαλμα, κατά ποικίλους τρόπους, κακόβουλα διαχειρισθέντα από τους δικούς μας. Για ποια συναυτουργία ή σύμπραξη αυτής της τάξης του ξενιτεμένου Ελληνισμού, που δεν έχει σχέση με την όποια άτακτη συμπεριφορά του κάθε πολιτικάντη «-ακη» και δεκάδων παρόμοιών των, εθνοφελείς «μαϊμού» που έστειλαν ένα λαό στην πανωλεθρία. Τα κατά καιρούς και επετείους διαγγέλματα ατύχησαν. Στους συνεπείς παλαιούς και νέους επενδυτές αξίζει μία έμπρακτη ελάφρυνση της φορολόγησης στην ακίνητη ιδιοκτησία.
Η χώρα έχει μέγιστη ανάγκη και πάλι από αυτού του είδους την επένδυση με κατάλληλα κίνητρα και ελαφρύνσεις και όχι αυτόν τον αγώνα της εξόντωσης και του εξαναγκασμού, φόρος επί φόρου. Πρέπει να σταματήσει η έμμονη αφαίμαξη των ελάχιστων δυνατοτήτων των εγκλωβισμένων με ακίνητη ιδιοκτησία στην ελληνική επικράτεια.
Η χώρα έχει μεγάλο αριθμό από απούλητα ακίνητα, μεγάλο πλούτο ανεκμετάλλευτο που μετρά σε δισεκατομμύρια ευρώ ευρισκόμενο σε «χειμερία νάρκη» και ερείπωση ωσάν, πλην βίαια, παροπλισμένα στ’ αζήτητα.
Eλεος! Η πολιτική «φόρου επί φόρου» στους ιδιοκτήτες θα καταλήξει, πολύ νωρίς ο λαός να στερέψει, ακίνητα να κατασχεθούν και να μετράτε επιπλέον ένα μάταιο συμπλήρωμα στα ήδη πολυπληθή και άγνωστο σε αριθμό ακίνητα δημόσιας ιδιοκτησίας, την επιμέλεια, τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των οποίων μονίμως το Δημόσιο αδυνατεί να φέρει σε πλεονέκτημα.