Τα κέντρα διασκέδασης, ο γύρος του θανάτου και οι ιπποδρομίες
- Περιγραφές μέσα από το Βιβλίο του Νικολάου Σύκα «Το πανηγύρι των Σκοτουσσαίων»
Ενδιαφέροντα στοιχεία για την ιστορία της εμποροπανήγυρης Σκοτούσσας δίνει μέσα από το βιβλίο με τίτλο «Το πανηγύρι των Σκοτουσσαίων» ο γιατρός και συγγραφέας Νικόλαος Σύκας.
Μεταφέροντας το κλίμα που υπήρχε στη δεκαετία του 1950 γράφει σε σημείο του Βιβλίου.
“Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, μία εβδομάδα πριν το πανηγύρι, οι γυναίκες καθάρισαν και ασβέστωναν τα σπίτια, επειδή επρόκειτο να υποδεχθούν συγγενείς, φίλους από τα γειτονικά χωριά. Αυτοί έφθαναν με αλογόκαρα, βοϊδάμαξες, γαϊδουράκια και ελάχιστοι με ποδήλατα. Εκτός από τις δουλειές του σπιτιού έπρεπε να πάνε στο χωράφι για να μαζέψουν το βαμβάκι που είχε ανοίξει πρωϊμα.
Το Βαμβάκι που μάζευαν το πουλούσαν αυθημερόν στα πολυάριθμα εκκοκκιστήρια της Σκοτούσσας και έτσι εξασφάλιζαν άμεση ρευστότητα και μπορούσαν να απολαύσουν τις χαρές του πανηγυριού.
Τα χρήματα εξασφάλιζαν οι Σκοτουσσαίοι από την πώληση του Βαμβακιού, τους έκαναν να αισθάνονται περισσότερο αισιόδοξοι, είχαν περισσότερη αυτοπεποίθηση και περίμεναν με ιδιαίτερη λαχτάρα το πανηγύρι. Τα παιδιά στη δεκαετία του 1950 διασκέδαζαν με τα παιχνίδια( σβούρες, μπίλιες , κούκλες) και τις λιχουδιές του πανηγυριού(παγωτό χωνάκι, ή πλακέ, σάμαλι, ρόξ, φυστίκια). Οι γριές έδεναν τα κέρματα στο μαντήλι και πήγαιναν στο πανηγύρι για να πιούν μία κρύα πορτοκαλάδα. Οι λοιποί κάτοικοι εγκατέλειψαν τη συνήθεια να κάθονται κατάχαμα και να τρώνε το φαγητό που έφερναν από το σπίτι τους.Τώρα πλέον, διασκέδαζαν σε κέντρα διασκέδασης ή ταβέρνες που υπήρχαν στο χώρο της πανήγυρης.
Ο κόσμος με τη συνοδεία των άριστων ζουρνατζήδων από την Ηράκλεια γλεντούσε μέχρι πρωϊας. Την εποχή εκείνη η συνήθεια που επικρατούσε ήταν κάθε χωριό να έχει την δική του ταβέρνα. Οι Σκοτουσσαίοι που είχαν ταβέρνα ήταν ο Κωνσταντίνος Τζίπανας και οι αδελφοί Αντζου.
Χορευτικά κέντρα από Σερραίους επιχειρηματίες
Οι ταβέρνες ήταν η απλοϊκή πλευρά της διασκέδασης. Εκτός αυτής υπήρχε και η πιο αναβαθμισμένη. Δυο επιχειρηματίες από τις Σέρρες ο Χρ. Καρεκλάς, και ο Σαρδέλας έστηναν από ένα μεγάλο χορευτικό μαγαζί ο καθένας χωρητικότητας ίσως και 500 ατόμων.Αυτοί έφερναν πολυμελείς ορχήστρες και έπαιζαν συνήθως ταγκό, βάλς και άλλους «ευρωπαϊκούς χορούς» όπως τους αποκαλούσαν.
Συναγωνιζόταν ποιος θα φέρει την καλύτερη τραγουδίστρια η χορεύτρια.
Οι Σκοτουσσαίοι τις αποκαλούσαν «ντιζέζες» από την γαλλική λέξη diseuse που σημαίνει αυτή που έχει ωραία φωνή, που τραγουδά σε νυχτερινά κέντρα ή καμπαρέ. Ο Καρέκλας είχε 3 πανέμορφες κόρες και με το που βράδιαζε έβαζε την ορχήστρα να παίζει ταγκό και αυτός χόρευε με τις κόρες του εναλλάξ προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να προσελκύσει πελάτες.
Ο χώρος κάθε κέντρου ήταν περιφραγμένος με σχοινιά και μπράβοι είχαν τον έλεγχο εισόδου. Οσοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να καθίσουν στεκόταν γύρω από τα σχοινιά και παρακολουθούσαν το θέαμα(συνήθως παιδιά και ηλικιωμένοι).
Οι λοιποί κάτοικοι, καθόταν σε κέντρα και απολάμβαναν την μπύρα τους παρακολουθώντας τις χορεύτριες και τις τραγουδίστριες.
Η διασκέδαση με τα κέντρα του Καρεκλά και του Σαρδέλα διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Ο γύρος του θανάτου και η διατήρηση του εως το 1963
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 το πανηγύρι της Σκοτούσας άρχισε να φιλοξενεί τον γύρο του Θανάτου, ένα θέαμα που λίγοι Σκοτουσσαίοι είχαν ξαναδεί. Ο γύρος του θανάτου ήταν μία ξύλινη κυλινδρική κατασκευή, στην οποία ο μοτοσικλετιστής με την μηχανή του έκανε γύρους πάνω στο τοίχωμα του κυλίνδρου, αψηφώντας του νόμους της βαρύτητας. Παράλληλα έκανε διάφορα ακροβατικά(οδηγούσε χωρίς χέρια, στεκόταν όρθιος στη σέλλα της μηχανής). Για να μαζευτεί ικανός αριθμός θεατών ο ακροβάτης έβγαινε στην εξέδρα φορώντας ειδική δερμάτινη στολή και καθισμένος πάνω σε μία μοτοσικλέτα έκανε επίδειξη των ικανοτήτων του. Το θέαμα αυτό διατηρήθηκε μέχρι το 1963. Τη χρονιά εκείνη ένα ατύχημα είχε ως συνέπεια το θανάσιμο τραυματισμό του ακροβάτη Αχιλλέα Ρίμπα. Στο σημείο εκείνο που έγινε το ατύχημα κτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι το οποίο κατεδαφίστηκε όταν στον ίδιο χώρο έγινε η ανέγερση του νέου Γυμνασίου Σκοτούσσας το 1987.
Οι ιπποδρομίες και τα δυο δυνατά άλογα
Εκτός από τις ταβέρνες τα κέντρα διασκέδασης οι επισκέπτες της πανήγυρης είχαν την ευκαιρία να δούν και άλλες εκδηλώσεις. Τη δεύτερη μέρα διεξαγόταν αγώνες δρόμου και ποδηλατοδρομίες. Την Τρίτη μέρα γινόταν ιπποδρομίες. Πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζαν δυο άλογα. Ο Κίτσιος, ένα κόκκινο άλογο του Βασίλη Χίντζιου που το έτρεχε ο γιός του Παύλος και ένα γκρι από την Κάτω Καμήλα κάποιου Πάντσιου που το έτρεχε ο ιεροψάλτης της εκκλησίας Γιάννης Βρίτσκας. Τα άλλα άλογα έμειναν πολύ πίσω από τα δυο προαναφερθέντα. Ο τερματισμός της ιπποδρομίας γινόταν στη Βορειοδυτική πλευρά του πανηγυριού, έξω από το γήπεδο ποδοσφαίρου και το ξεκίνημα γινόταν από τη γέφυρα της Μπέλιτσας του Βαλτερού.
Η διαδρομή ήταν ο δρόμος που πορεύεται παράλληλα με το ποτάμι της Μπέλιτσας. Στο τέρμα της διαδρομής περίμενε η επιτροπή και πλήθος κόσμου να χειροκροτήσουν τον νικητή. Εκεί ήταν και οι ζουρνατζήδες που έπαιζαν ένα ειδικό σκοπό, το Κουσί- Χαβασί(Κουσί στα τουρκικά είναι οι ιπποδρομίες). Οσο δε πλησίαζαν τα πρώτα άλογα το παίξιμο των ζουρνατζήδων γινόταν πιο έντονο και γρήγορο. Το έπαθλο ήταν ένα αρνί. Περισσότερο όμως έτρεχαν για το έπαθλο παρά για το αρνί. Τα νέα ότι ο Κίτσιος του Χίντζιου κέρδισε την γκρι φοράδα του Πάντσιου ή το αντίθετο, μεταδιδόταν σε όλη την περιοχή.
Δ.Ν.