Ο προπονητής που ενθάρρυνε και ενέπνευσε γενιές παικτών της επαρχίας
Του Δημητρίου Γ. Νάτσιου
Ο Χρήστος Αρχοντίδης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών τα ξημερώματα της Τρίτης 22 Οκτωβρίου και κηδεύτηκε στη γενέτειρα του τον Λευκώνα Σερρών το μεσημέρι της Τετάρτης 23 Οκτωβρίου.
Δεν θα σας μιλήσω για κηδεία του η οποία καλύφθηκε ειδησεογραφικά από άλλους συνάδελφους. Ο θάνατος του Σερραίου προπονητή ποδοσφαίρου προήλθε ύστερα από προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Θα μιλήσουμε για τη προπονητική του πορεία , όπως ο ίδιος μας την περιέγραψε το 2012.
Μου είχε κάνει την τιμή να μου παραχωρήσει μία συνέντευξη στο «Σ.Θ» που είχε φιλοξενηθεί σε δυο μέρη , μόνο στη έντυπη έκδοση της εφημερίδας.
Είχαμε γράψει τότε(πριν 8 χρόνια) για τον Χρ. Αρχοντίδη:
«Προπονητής του Πανσερραϊκού στα τέλη της δεκαετίας του 70, ομοσπονδιακός προπονητής της Εθνικής Ελλάδας στη δεκαετία του 80, δημιουργικός, καινοτόμος, αγωνιστικός, ενθάρρυνε και ενέπνευσε γενιές παικτών της επαρχίας.
Ομοσπονδιακός προπονητής της Εθνικής Ελλάδας το 1982 ο Χρήστος Αρχοντίδης, εισάγει καινοτομίες, προκαλεί ρήξεις, θριαμβεύει αλλά και αποδοκιμάζεται από τους ισχυρούς κύκλους της εποχής. Πρωτοσέλιδα εφημερίδων μεγάλης κυκλοφορίας αφιερώνονται στις επιτυχίες του αλλά και το ιδιότυπο του χαρακτήρα του. Οδήγησε τον Πανσερραϊκό στην Α Εθνική, «άνοιξε» το Εθνικό συγκρότημα και δέχθηκε να συμπεριλάβει όχι μόνο ποδοσφαιριστές από τις ομάδες των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης αλλά και της επαρχίας.
«Κυνηγός» ταλέντων έδωσε την ευκαιρία σε νέους και άσημους ποδοσφαιριστές να αναδείξουν τις αρετές τους και τα προσόντα τους καλώντας τους στο Εθνικό μας συγκρότημα.
Αυθόρμητος, ειλικρινής, μαχητικός, δυναμικός, πληθωρικός, και παθιασμένος με το Ελληνικό ποδόσφαιρο, τον Ελληνα ποδοσφαιριστή και με σεβασμό στον Ελληνα φίλαθλο, ακολούθησε το δρόμο του χωρίς συμβιβασμούς, εκπτώσεις και ακλόνητη σταθερότητα, πίστη και εμπιστοσύνη στον ευαυτό του και τις ικανότητες του.
Ο Χρήστος Αρχοντίδης μας μετέφερε την εποχή που είχε αναλάβει την τεχνική ευθύνη στον Πανσερραϊκό. Συγκεκριμένα μας είπε:
«Ηταν το 1978 με την διοίκηση του αείμνηστου Μπάμπη Μπιτζίδη. Η ομάδα αγωνιζόταν στη Β’ Εθνική.
Πρώτος στόχος του προπονητή και της διοίκησης ήταν να οργανώσουμε το σύλλογο ώστε με προυποθέσεις να διεκδικήσουμε την πρωτιά και ως πρωταθλητές να αναρριχηθούμε στην Α’Εθνική.
Από την ομάδα το καλοκαίρι εκείνο είχαν αποχωρήσει ο Σοφιάς στα Γιάννινα και οι Τσιρίκας και Λούκοβιτς στον Ηρακλή. Με τα χρήματα εκείνα ενισχύθηκε το ταμείο και αντιμετωπίστηκαν υποχρεώσεις και χρέη προηγουμένων ετών.
Ο Πανσερραϊκός αντίθετα δεν έκανε μεταγραφές. Το κενό των παικτών που αποχώρησαν καλύφθηκε από νέους ντόπιους παίκτες χωρίς πολλά έξοδα. Ο μέσος όρος της ηλικίας ήταν 22,5 ετών.
Με απλές κινήσεις, το μεράκι και τη διάθεση των παικτών καταφέραμε τον αντικειμενικό μας σκοπό. Ημασταν το τέλος της χρονιάς πρωταθλητές με 14 βαθμούς από τον δεύτερο και πήραμε το εισιτήριο της ανόδου.
Ένα όνειρο όλων των Σερραίων έγινε πραγματικότητα. Η χρονιά κύλησε χωρίς απρόοπτα και δεν δεχθήκαμε κόκκινη κάρτα.
Την επόμενη χρονιά στην Α Εθνική ανατρέψαμε πολλά προγνωστικά. Θυμάμαι το παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό όπου χάναμε 0-2 στο ημίχρονο. Στη διάρκεια του Β’ μέρους ισοφαρίσαμε. Ο φίλαθλος κόσμος των Σερρών διψούσε να δει την ομάδα ψηλά, αναγνώρισε την ποιότητα στο παιχνίδι μας και ένιωθε υπερηφάνεια. Εμείς του χαρίσαμε την καλύτερη πορεία που έχει να επιδείξει ο Πανσερραϊκός στην Α’ Εθνική την περίοδο 80-81.
Η πρωτοβουλία μου είχε ενοχλήσει….
Ο Χρ. Αρχοντίδης απάντησε και στο ερώτημα μας αν η πρωτοβουλία του καλεί ποδοσφαιριστές από επαρχιακούς συλλόγους στην Εθνική ομάδα ,είχε γίνει αποδεκτή από όλους ή υπήρχαν αντιδράσεις. Η απάντηση που μας έδωσε ήταν η εξής:
«Η καινοτομία αυτή και η πρωτοβουλία ενόχλησε, δυσαρέστησε, προκάλεσε.
Οι αντιδράσεις και οι επιθέσεις που δέχθηκα από τις εφημερίδες, τους παράγοντες και τους ισχυρούς της εποχής ήταν πιεστικές.
Ολοι πίστευαν την εποχή εκείνη ότι οι ποδοσφαιριστές της Εθνικής Ελλάδας είναι ο καταξιωμένος ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ. Ότι μόνο αυτοί ήταν άξιοι, ικανοί και αποδεκτοί. Αντίθετα εγώ πρεσβεύω την άποψη ότι ο καλός ποδοσφαιριστής είναι παντού, και πρέπει να τον ανακαλύψεις, να τον ξεχωρίσεις, να τον εμπιστευτείς και να του αναθέσεις την δύσκολη και ξεχωριστή αποστολή να αναλάβει δράση στο Εθνικό μας συγκρότημα.
Το περίεργο είναι ότι παίκτης που την προηγούμενη χρονιά αγωνίζεται σε επαρχιακό σύλλογο είναι ικανός και άξιος,μπορεί να παίξει στην Εθνική, αλλά δεν τον καλούν. Την επόμενη που παίρνει μεταγραφή καλείτε στην Εθνική. Εγώ αυτά τα κατήργησα. Δεν ακολούθησα την πεπατημένη,ούτε το κατεστημένο των Αθηνών. Δεν με ενόχλησαν οι άδικες επιθέσεις των μεγαλο- δημοσιογράφων διότι πίστευα πως έκανα καλά τη δουλειά μου… και την Εθνική την εγκατάλειψα, πήγα στη Ρόδο και τότε με ξανακάλεσαν να επανελθώ στην Εθνική, τους απάντησα ότι δεν επιστρέφω και συνέχισα την πορεία μου.