Σκέψεις για ένα σημαντικό ζήτημα από έναν σπουδαίο γραφιά
Θα με συγχωρέσουν οι φίλοι αναγνώστες που αναδημοσιεύω ένα παλιό άρθρο του αείμνηστου δημοσιογράφου Αντώνη Καρκαγιάννη (το κάνω γιατί το θεωρώ χρήσιμο, άσχετα αν θίγει ένα μακάβριο θέμα) που ιδιαίτερα την περίοδο που διανύουμε δεν είναι ευχάριστο να το διαβάζουμε.
Το κάνω γιατί θεωρώ ότι συμβάλλω στην εξοικείωση του ανθρώπου με δύσκολα θέματα και γιατί πιστεύω, επίσης, πως πολλές ωραίες αναλύσεις του αείμνηστου δημοσιογράφου αξίζει να γίνουν ευρύτερα γνωστές, μέσα από αναδημοσιεύσεις και τη δυνατότητα να διαβαστούν από ανθρώπους που δεν ήταν αναγνώστες του Τύπου στο παρελθόν.
Γράφει λοιπόν ο Α. Καρκαγιάννης στις 11Φεβρουαρίου 2009 τα εξής σοφά:
«Για να δεχθεί κανείς την ευθανασία απαιτείται μία θεμελιώδης παραδοχή που δεν είναι εύκολη: ότι έρχεται από το πουθενά και οδεύει προς το τίποτα.
Χωρίς αυτή την παραδοχή, η ζωή δεν του ανήκει, ανήκει σε άλλον. Έχει την ευθύνη να την διαχειρισθεί, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να ορίσει την αρχή και το τέλος της.
Είναι μάταιο να ισχυριστούμε ότι από την άτυχη Ιταλίδα, που «ζούσε» επί δεκαεπτά χρόνια σε κώμα, εξέλιπε παντελώς η συνείδηση. Δηλαδή η επίγνωση ότι ζει και άρα μπορεί και θέλει ή να μην θέλει να δώσει τέλος στη ζωή της.
Η συνείδηση, έστω αυτή η στοιχειώδης, κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν δεν στριμώχθηκε σε μία σκοτεινή γωνιά που εμείς δεν μπορούμε να αντιληφθούμε.
Το ερώτημα για τη ευθανασία ίσως έπρεπε να τεθεί παντελώς διαφορετικά, σαν μία απόφαση με πλήρη συνείδηση! Όχι σαν άρνηση ζωής, αλλά σαν έσχατη κατάφαση.
Δεν θέλω να μιλήσω για ένα υποθετικό τρίτο πρόσωπο.
Εξομολογούμαι ότι όσο περνούν τα χρόνια και πλησιάζω στο τέλος, τόσο πιο συχνά και πιο σοβαρά σκέφτομαι, αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν.
Τη σκέφτομαι πρώτα σαν δική μου απόφαση, όταν διαπιστώσω ότι η συνέχιση είναι εξευτελισμός του σώματος και της ίδιας της ζωής.
Θα μου πείτε ότι το δικαίωμα αυτό εξομοιώνεται στην ουσία με το δικαίωμα στην αυτοκτονία και κανείς δεν μπορεί να το αφαιρέσει από κανέναν. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Επειδή δεν είναι βέβαιο ότι τη στιγμή όπου η συνέχιση της ζωής και ο εξευτελισμός της δεν έχουν νόημα, θα απομείνει η θέληση ( ή η πρακτική ευχέρεια) να την διακόψεις.
Απαιτείται να υπάρχει νομική πρόνοια και η κατάλληλη οργάνωση ώστε έγκαιρα, με πλήρη συνείδηση και με ακμαία θέληση, ένας άνθρωπος να αποφασίσει το τέλος του αν συντρέχουν ορισμένες περιστάσεις λεπτομερώς περιγραφόμενες.
Πιο δύσκολη είναι η περίπτωση αν οι περιστάσεις επιβάλλον να ληφθεί αυτή η απόφαση από άλλα πρόσωπα, από συγγενείς ή ακόμη από πρόσωπα χωρίς καμία συγγενική σχέση.
Λέγεται ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης ο ίδιος έκλεισε τη στρόφιγγα και έδωσε τέλος στη υποτυπώδη ζωή που είχε απομείνει στο γιό του.
Η περίπτωση αυτή είναι δύσκολη, γιατί μπορεί να παρεμβληθούν και άλλα ζητήματα, άσχετα με τη ζωή και τον θάνατο. Αλλά όσοι έτυχε να δουν αγαπημένα πρόσωπα να ταλαιπωρούνται χωρίς καμία ελπίδα και να εξευτελίζεται το σώμα τους, ασφαλώς έχουν σκεφθεί ότι αυτή η δύσκολη περίπτωση πρέπει να ρυθμιστεί και να διασφαλιστεί με στέρεες εγγυήσεις.
Όλοι μας έχουμε καλές και άσχημες στιγμές στη ζωή μας.
Όταν, όμως, επιχειρούμε να κάνουμε έναν απολογισμό, βρίσκουμε ότι η ζωή μας είναι πολύτιμη και την αγαπούμε στο σύνολο της. Την καλή και την άσχημη, την ωφέλιμη και την άσκοπη. Με αυτήν την έννοια, χαιρόμαστε που ζούμε και που ζήσαμε. Και πιο πολύ χαιρόμαστε το μοναδικό αγαθό, να σκεφτόμαστε ότι ζούμε, αγαθό που μάλλον μόνο ο άνθρωπος έχει. Πάνω από όλα έχουμε το πάθος για τη ζωή. Πιστεύω ότι όσο πιο πολύ χαιρόμαστε τη ζωή μας και την αγαπάμε τόσο περισσότερο σκεφτόμαστε τις στιγμές που μπορεί να έλθουν, όπου δεν θα μπορούμε ούτε να χαιρόμαστε τη ζωή, ούτε να την αγαπήσουμε, ούτε κάν να σκεφτόμαστε ότι ζούμε. Και το πάθος για τη ζωή θα έχει εξασθενίσει και τελικά θα εκλείψει. Γιατί να ζήσουμε αυτή την προδοσία του σώματος που υποκύπτει στη φθορά, φυσιολογικά ή βιαία;
Σ.Σ. Η φωτο είναι απο τον ΣΚΑΙ