Γράφει ο Θεολόγης Ανδρονίδης
Ενώ ο πλατωνισμός διά του Πλήθωνα θεωρήθηκε επικίνδυνος, ο αριστοτελισμός κυριάρχησε πλήρως και αποτέλεσε την κύρια φιλοσοφική άποψη της εκκλησίας. Έτσι, λοιπόν, συναντάμε την σύμφυση του αριστοτελισμού με την ορθοδοξία που αποτέλεσε ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής. Δημιουργείται έτσι ένας Αριστοτελισμός υπηρέτης της θεολογίας που έχει τελικό κριτή της αλήθειας την αποκάλυψη. Μέχρι και τις αρχές του 17ου αιώνα η διδασκαλία των φιλοσοφικών μαθημάτων στηριζόταν κυρίως στην λογική και την ρητορική του Αριστοτέλη συνεπικουρούμενη από τα υπομνήματα αρχαίων και νεότερων σχολιαστών. Περιττό να πούμε ότι οι ιδέες των ατομικών, έτσι ονομάσθηκαν οι λόγιοι που είχαν υιοθετήσει Επικούρειες αντιλήψεις, ήταν παντελώς απούσες, να μην πούμε εξοβελιστέες, από τις ελληνόφωνες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το αριστοτελικό-θεολογικό οικοδόμημα αρχίζει να τρίζει στο τέλος του 17ου αιώνα και στις αρχές του 18ου. Στην αρχή αμφισβητήθηκαν οι αρχαίοι ως αυθεντίες, και ειδικά ο Αριστοτέλης, και αργότερα άρχισαν να έρχονται απόψεις από τη Δύση, όπως το ηλιοκεντρικό σύστημα και οι θεωρίες του Καρτέσιου, και πολλές άλλες που ήταν Επικούρειας έμπνευσης. Το 16ο αιώνα είχε έρθει στο φως ένα σημαντικότατο έργο της αρχαιότητας , περί της Φύσεως των Πραγμάτων του Λουκρήτιου, ρωμαίου Επικούρειου φιλόσοφου, και μέσω αυτού οι ιδέες της Επικούρειας φιλοσοφίας άρχισαν να εξαπλώνονται. Το γεγονός αυτό συνέβαλε ακόμη περισσότερο στην στροφή της Δυτικής σκέψης προς την εξέταση της φύσης μέσω των φυσικών επιστημών και όχι μέσω της αποκάλυψης. Στο νεότερο ελληνισμό, όμως, δεν είχαμε σημαντική παραγωγή επιστημονικής σκέψης και επομένως η ιστορία των φυσικών επιστημών επικεντρώνεται στην μεταφορά και πρόσληψη της επιστημονικής σκέψης από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη.
Ο ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
Η εισαγωγή των φυσικών επιστημών γίνεται παράλληλα, μάλιστα μπορούμε να πούμε, ότι είναι επακόλουθο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Η κίνηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού εμφανίζεται στις ελληνόφωνες περιοχές μετά το 1750 και ιδιαίτερα με την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774. Η ακμή της βρίσκεται στις αρχές του 19ου αιώνα και παρακμάζει μετά την Ελληνική Επανάσταση με την τελική επικράτηση των συντηρητικών δυνάμεων έναντι του φιλελεύθερου πνεύματος.
Τον 18ο αιώνα η βελτιωμένη οικονομική κατάσταση συν την άνθιση της ναυτιλίας και του εμπορίου επέφερε άνοδο του βιοτικού επιπέδου και δημιούργησε μια πνευματική ανάταση. Η συνεχής επαφή των καραβοκύρηδων και των εμπόρων με την δυτική Ευρώπη οδήγησε πολλούς να στείλουν τα παιδιά τους για περαιτέρω μόρφωση στη Δύση . Όταν επέστρεφαν μετέφεραν νέες ιδέες και προσπάθησαν, αρκετοί απ’ αυτούς, να αναβαθμίσουν την παιδεία που παρεχόταν στον λαό είτε ιδρύοντας σχολεία είτε τυπώνοντας βιβλία. Η ελληνική τυπογραφία που είχε αναπτυχθεί στις παροικίες έπαιξε σημαντικό ρόλο. Στην ενσωμάτωσή τους στον κόσμο των ιδεών της Δύσης συνέτεινε και ο κλασικισμός στην τέχνη, ρεύμα που έκανε τους Ρωμιούς να βλέπουν ζωντανό στην Εσπερία τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό την ίδια στιγμή που στον τόπο τους ήταν ερείπια μη εμπνέοντας κανέναν σεβασμό. Αντιλαμβάνονταν πλέον, ότι δεν είναι μόνο η θρησκεία που τους ξεχωρίζει από τους Οθωμανούς αλλά και το αρχαίο παρελθόν. Σχηματίσθηκε, έτσι, μέσα τους η αντίληψη ότι είναι απόγονοι και συνεχιστές του αρχαίου πολιτισμού. Και όταν μάλιστα ξεσπά η Γαλλική Επανάσταση συνειδητοποιούν την δυνατότητα συγκρότησης ενός νέου κράτους σύμφωνα με τα πρότυπα των αρχαίων δημοκρατιών, ενός πολιτικού συστήματος που είχε κατασυκοφαντηθεί και απορριφθεί σχεδόν δυο χιλιετίες.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον 18ο αιώνα, βρίσκεται σε κρίση.
Τόσο οι οικονομικές δομές όσο και οι πολιτικοί θεσμοί της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας αμφισβητούνται από τις ποικίλες εθνικές ομάδες που συγκροτούσαν το κοινωνικό και πολιτισμικό μωσαϊκό της Βαλκανικής Xερσονήσου. Αντιδρούν, αναζητώντας ένα νέο κοινωνικό σχήμα, που άρχισε να διαφοροποιείται από το υπάρχον, ένα σύστημα αξιών προσανατολισμένο προς τα δυτικά ‘νεωτερικά’ πρότυπα.
(συνεχίζεται)