Γράφει ο Θεολόγης Ανδρονίδης
Θα εξετάσουμε, τώρα , αν μπορούμε να μάθουμε την αρχή του κόσμου. Μας βεβαιώνει ο Μέγας Βασίλειος, ότι είναι δυνατή η εύρεση της αρχικής ημερομηνίας των πάντων. «Διότι σου είναι δυνατόν να μάθεις από πότε ήρχισεν η κατασκευή αυτού του κόσμου, εάν βέβαια επιδοθείς να εύρεις την πρώτην ημέραν της γενέσεως του κόσμου, προχωρώντας ανάποδα από το παρόν εις το παρελθόν» . Μάλιστα, στην τρίτη ομιλία της Εξαημέρου, όταν αναφέρεται για την περίσσεια του νερού έναντι των άλλων στοιχείων, σαφώς υπονοεί την δυνατότητα μέτρησης της διάρκειας του σύμπαντος αρκεί να γνωρίζουμε την ποσότητα του περιβάλλοντος νερού . Σ΄ όλα, όμως, τα έργα του δεν δίνει πουθενά ούτε την ηλικία του σύμπαντος , ούτε την διάρκειά του. Βέβαια, η Χριστιανική Εκκλησία με την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο του 680 μ.Χ. καθόρισε ως αρχή της δημιουργίας την 1η Σεπτεμβρίου του 5509 π.Χ.,. Η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε επίσημα από τον 9ο αιώνα επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (886-912 μ.Χ.). Η καθολική Εκκλησία την αποδέχτηκε αργότερα, από την περίοδο της Αναγέννησης και μετά. Τη εποχή του , όμως κυκλοφορούσαν διάφορες ημερομηνίες για την κτίση του κόσμου –Anno Mundi.
Είναι γεγονός ότι η εβραϊκή χρονολόγηση αρχίζει από Κτίσεως Κόσμου, που η ιερή παράδοση των Εβραίων την τοποθετεί στις 7 Οκτωβρίου του έτους 3761 π.Χ. (σε αντίστοιχες ημερομηνίες Γρηγοριανού ημερολογίου). Εντούτοις η παραπάνω ημερομηνία δεν έπειθε ούτε χριστιανούς ούτε Εβραίους λόγιους. Έτσι, για την αρχή της δημιουργίας προτάθηκαν και άλλες ημερομηνίες, όπως το έτος 5624 π.Χ. και το 4163 π.Χ. από τον Εβραίο ιστορικό Ιώσηπο.
Ο Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός (Sextus Julius Africanus, 180-250 μ.Χ.), χριστιανός ιστορικός των πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού, προτείνει ως αρχή της δημιουργίας το έτος 5499 π.Χ. και ως βάση των υπολογισμών του θεωρεί τα κείμενα της Αγίας Γραφής, τα οποία χρησιμοποιεί για να ενοποιήσει τις αιγυπτιακές και τις χαλδαϊκές χρονολογίες.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας (265-340 μ.Χ.), Πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης ,είχε υπολογίσει στην «Παντοδαπή Ιστορία» του το διάστημα από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι την ενσάρκωση του Χριστού ίσο με 5198 έτη.
Επιστρέφοντας στον Βασίλειο και στη θέση του, περί αρχής και τέλους του κόσμου, χρησιμοποιεί δυο ειδών επιχειρήματα, φιλοσοφικά (ορθολογικά) και αποκαλυπτικά.
Στο πρώτο είδος ανήκει εκείνο που αναφέρεται στον κύκλο. Οι Έλληνες αντιλαμβάνονταν τον χρόνο ως κυκλικό. Ο Αριστοτέλης, αλλά και ο Πλάτωνας, θεωρώντας θεό και ύλη αΐδιες και αιώνιες οντότητες, για να ορίσει τον χρόνο αναφέρεται στην κίνηση. Ενώ δέχεται ότι υπάρχουν κινήσεις μεταξύ δυο άκρων, π.χ. άνω και κάτω, θεωρεί ότι τελειότερη κίνηση , άρα και αιώνια, είναι η κυκλική, αυτή ακριβώς που αρμόζει στην Ψυχή του κόσμου και στις ουράνιες σφαίρες. Και όπως ένας κύκλος δεν έχει άκρα, δηλαδή αρχή και τέλος, έτσι και η Ψυχή του κόσμου περιφέρεται αισαεί και αδιαλείπτως και συνακόλουθα, και τα ουράνια σώματα, και μαζί μ΄ αυτά και ο χρόνος. Ακριβώς αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιεί ο Βασίλειος αλλά αντεστραμένο. Μπορεί, λέει, ένας κύκλος να μην έχει άκρα, αλλά όταν τον κατασκευάζουμε πάντα ξεκινάμε από ένα συγκεκριμένο σημείο και καταλήγουμε σ΄ αυτό . Έτσι , λοιπόν, και ο κόσμος έχει και αρχή και τέλος. Στον συλλογισμό του αυτό, μπορούν να τεθούν δυο ενστάσεις. Όταν ο Πλάτων μιλά για κύκλο αναφέρεται στο γεωμετρικό σχήμα σαν μορφή και όχι στο συγκεκριμένο κύκλο που σχεδιάζουμε στο χαρτί και που ποτέ στην πραγματικότητα δεν είναι τέλειος κύκλος. Εξ άλλου μπορούμε να κατασκευάσουμε κύκλο όχι μόνο με διαβήτη αλλά και σαν αποτύπωμα άλλου κυκλικού αντικειμένου χωρίς να ξεκινάμε από κάποια αρχή. Η δεύτερη ένσταση , και η πιο ουσιαστική, έγκειται στο γεγονός ότι μια ακολουθία αριθμών μπορεί να έχει αρχή αλλά όχι τέλος όπως π.χ. μια ημιευθεία ή οι φυσικοί αριθμοί. Έτσι κανείς δεν προεξοφλεί αν κάποτε ο χρόνος είχε αρχή αναγκαστικά πρέπει να έχει και τέλος.
Το δεύτερο είδος επιχειρημάτων είναι βιβλικά. Χρησιμοποιεί χωρία από την Γραφή για να στηρίξει την άποψή του. Παραθέτει ένα χωρίο από την προς Κορινθίους Α΄ Επιστολή (παράγει γάρ τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου) και ένα από Γένεση (Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός) για να τεκμηριώσει ότι υπάρχει αρχή του κόσμου. Όσο , δε, για το τέλος του Κόσμου του αρκεί ένα αντίστοιχο από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (καί ὁ οὐρανός και ἡ γῆ παρελεύσονται). Γι΄ αυτόν, τα ανωτέρω αποτελούν ύψιστη αποκαλυπτόμενη αλήθεια που πάνω σ΄ αυτήν δομεί την κοσμοαντίληψή του. Θεωρεί ότι η Γραφή, υπέρ άνω πάσης αμφιβολίας, δηλώνει ότι ο κόσμος έχει και αρχή και τέλος.
(συνεχίζεται)