Το πρώτο μυθιστόρημα της συμπατριώτισσας μας Γεωργίας Συμεωνίδου
- Συνέντευξη με την ταλαντούχα Σερραία συγγραφέα
Του Δημητρίου Γ. Νάτσιου
Η εκπαιδευτικός Γεωργία Συμεωνίδου μας μιλά εκ βαθέων για τις εποχές που αλλάζουν, την διαδοχή των γενεών, την σημερινή εποχή της υπερπληροφόρησης, τον γενέθλιο τόπο και το βιβλίο της «Η κόρης της Μαρίας Κάλλας» το οποίο αποσπά θετικές κριτικές.
Γεννήθηκε στις Σέρρες το 1961, τελείωσα την Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης το 1988 και διορίστηκε στην Κομοτηνή, όπου εγκαταστάθηκε το 1984 και έμεινε μέχρι το 2011.
Μετατέθηκε στη συνέχεια στον Βόλο και εκεί κατοικεί μέχρι και σήμερα.
Η Γεωργία Συμεωνίδου αποδέχθηκε με χαρά να απαντήσει στα ερωτήματα του «Σ.Θ.»
Κυρία Συμεωνίδου πως προέκυψε η ενασχόλησή σας με το γράψιμο, καρπός του οποίου είναι το αυτό το πρώτο βιβλίο σας;
Με πηγαίνετε πολλά χρόνια πίσω κύριε Νάτσιο και σας ευχαριστώ για την ερώτησή σας. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με γονείς χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, αλλά με έναν μεγάλο σεβασμό προς τους ανθρώπους των γραμμάτων. Φοίτησα σε σχολεία εκείνης της εποχής, που δάσκαλοι και καθηγητές προσέγγιζαν με δέος τους συγγραφείς και τους ποιητές και μας το μετέδιδαν. Είχα την τύχη να συνυπάρξω με την αδελφή μου που θεωρούσε σημαντικό το εξωσχολικό διάβασμα και μου έμαθε πολύ νωρίς τη δανειστική βιβλιοθήκη της πόλης μας. Στα μάτια μου, οι άνθρωποι που έπλαθαν ιστορίες, γίνονταν μάγοι και επειδή μάλλον η πραγματικότητα δεν με ικανοποιούσε, διάβαζα και γινόμουν ένα με αυτά τα βιβλία, τα ζούσα, τα δραματοποιούσα, τα συμπλήρωνα και τα άλλαζα. Σκάρωνα τις δικές μου ιστορίες. Στη συνέχεια ήρθαν ο κινηματογράφος και το θέατρο για να συμπληρώσουν όλη αυτή τη μαγεία. Αν σε όλα τα προηγούμενα συμπληρώσω τη δύσκολη και πολύ σιωπηλή εφηβεία μου που έψαχνε τρόπους να εκφραστεί, θα καταλάβετε με μεγάλη ακρίβεια τους λόγους που με οδήγησαν στο γράψιμο. Τα κρυμμένα λοιπόν γραπτά εκείνης της περιόδου, ήταν οι πρώτες απόπειρες συγγραφής χωρίς καν να συνειδητοποιώ πού οδηγούσαν. Κάποια στιγμή κατάλαβα πως το να γράφω ήταν η ανάγκη μου, η λαχτάρα μου, η ηρεμία μου και συχνά η λύτρωση και η ευτυχία μου. Ακολούθησαν πολλές ημιτελείς ιστορίες, μέχρι που ήρθε η ώρα του πρώτου ολοκληρωμένου θεατρικού μου, το οποίο ανέβηκε το 2008 στην Κομοτηνή, για να ακολουθήσουν τα επόμενα που ανέβηκαν στην Κομοτηνή και στο Βόλο και τα πρώτα ολοκληρωμένα διηγήματα. Μετά από εκείνα, ένας δρόμος υπήρχε πια. Να γράψω το μυθιστόρημα που ήθελα. Ένιωσα ότι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου.
Στο βιβλίο σας διαβάζουμε για εποχές που αλλάζουν, για γενιές που διαφέρουν. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με αυτά τα θέματα;
Το χρέος κύριε Νάτσιο. Είμαι μία συνέχεια, μόνον έτσι μπορώ να αντιληφθώ τον εαυτό μου και έχω ένα χρέος στους προηγούμενους, στους ανθρώπους που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις να είμαι τώρα εδώ με τον τρόπο που είμαι. Και φυσικά μία υποχρέωση και στους επόμενους. Η ζωή για μένα είναι σκυταλοδρομία. Παραλαμβάνουμε την σκυτάλη, κάνουμε τη διαδρομή μας και την παραδίδουμε. Ξέρω ότι απλά μεσολαβώ και ότι από μόνη μου δεν είμαι καθόλου σημαντική. Φορείς ζωής είμαστε, για όσο διάστημα μας επιτραπεί. Μοναδικοί, ίσως απαραίτητοι για κάποιους λόγους, αλλά προσωρινοί και με τις αποσκευές μας έτοιμες. Το κάθε «τώρα», για μένα είναι η στιγμή που συναντιέται το παρελθόν με το μέλλον. Δεν παρελθοντολογώ. Ήθελα να καταγράψω γεγονότα και έναν τρόπο ζωής που είχε τη δική της γοητεία. Τη δική μας ζωή, που αν και δεν μεσολάβησαν τόσο πολλά χρόνια, διαφέρει εντελώς από τη σημερινή. Βέβαια, αυτή η διαδρομή ήταν απαραίτητη και αναπόφευκτη για την πλοκή, δεν θα υπήρχε πλοκή εάν δεν έκανα αναφορές σε πρόσωπα και καταστάσεις άλλων εποχών και στις Σέρρες του τότε. Δεν θα υπήρχε η λογική σύνδεση με το τώρα. Η ηρωίδα του βιβλίου, σε αυτήν την επιστροφή της στην πόλη μας, προσπαθεί να συμφιλιώσει το παρελθόν με το παρόν. Είναι η ανάγκη της. Ψάχνει τις καινούριες της ισορροπίες και όπως καλά γνωρίζετε, αν δεν αποκατασταθούν οι σχέσεις με το παρελθόν και τον εαυτό μας, ισορροπίες δεν βρίσκονται.
Κουβαλάω και το χρέος στην πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα και ένα χρέος στη δική μου γενιά. Σε μία γενιά που τα κορίτσια της, στην πλειονότητα, μεγάλωσαν με «όχι», «μην», «δεν» και «πρέπει» και που, για να καταφέρουν να κάνουν τα δικά τους βήματα, έπρεπε να τα αποτινάξουν. Για πολλές από εμάς ήταν μονόδρομος να φύγουμε από τους τόπους που γεννηθήκαμε, όχι γιατί δεν τους αγαπούσαμε, αλλά γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε από τη γονική καταπίεση. Μάλλον τα καταφέραμε. Τουλάχιστον μεγαλώσαμε μια γενιά ανθρώπων πιο ελεύθερων και απαλλαγμένων από πολλούς αναχρονισμούς και ψευδοηθικολογίες. Χάσαμε όμως και πολλά από το φόβο μας μην διαιωνίσουμε ό,τι μας πίεσε και μας στέρησε οξυγόνο, απορρίψαμε αρχές και αξίες που η έλλειψή τους φαίνεται τώρα.
Πως αντιμετωπίζετε την αναπόφευκτη αλλαγή των πραγμάτων, των ηθών, γενικότερα των ανθρώπινων συμπεριφορών;
Για μένα «ήθος» είναι η στάση ζωής του καθενός μας απέναντι στα γεγονότα, στους ανθρώπους και στον εαυτό μας. Είναι συνέπεια, σύνεση και σεβασμός. Συνείδηση της ύπαρξής μας, του ρόλου μας και κατανόηση των λόγων που εξακολουθούμε να υπάρχουμε. Τα πράγματα σίγουρα αλλάζουν, στην εποχή μας μάλιστα με ασύλληπτες ταχύτητες. Υπάρχουν δύο επιλογές. Ή να αρνηθούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη, κάτι που μας τοποθετεί έξω από το γοητευτικό παραμύθι της ζωής, ή να γίνουμε συμμέτοχοι δίνοντας το δικό μας στίγμα και μεταφέροντας, με τις πράξεις μας, ήθος και αξίες.
Πολλά είναι αυτά που δεν κατανοώ. Τη μανία για εξουσία και πλουτισμό, την κενότητα, την αγριότητα και σκληρότητα που δεν είναι των ημερών, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αλλά των ανθρώπων. Δεν είναι όλα διασκέδαση και κατανάλωση. Χάνουμε μία πολύ σημαντική μας διάσταση. Αυτήν του πνευματικού ανθρώπου. Ζώντας ευκαιριακά και εύκολα, γινόμαστε το ίδιο. Η ζωή είναι η μοναδική μας ευκαιρία να αφήσουμε το προσωπικό αποτύπωμά μας και είναι τόσο κρίμα να την περιορίζουμε σε μικρές, χωρίς νόημα πολλές φορές, στιγμές. Απαραίτητες και αυτές, αλλά αν κάναμε που και που μια στάση, αν διακόπταμε την ξέφρενη πορεία, για μια ενδοσκόπηση, για να βρίσκουμε ολίγον «εαυτό», ξέρετε πόσο διαφορετικοί θα ήμασταν; Νομίζω πως γι’ αυτόν τον λόγο μας έχουν σε μία διαρκή εγρήγορση. Για να μην προλαβαίνουμε να σκεφτόμαστε, να αφομοιώνουμε και να αντιδρούμε.
Η σύγχρονη εποχή του «παγκόσμιου χωριού», της υπερπληροφόρησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της υπερέκθεσης των προσωπικών μας πραγμάτων τι συναισθήματα σας δημιουργεί, πως την σχολιάζετε, πως την βιώνετε;
Οι ακατέργαστες και οι ψευδείς πληροφορίες είναι πιο επικίνδυνες από την άγνοια. Εναπόκειται στο υποκείμενο να τις επεξεργαστεί και να τις ενστερνιστεί ή να τις απορρίψει. Εδώ είναι η ευθύνη και η ελευθερία μας. Όλα όσα συμβαίνουν στο μυθιστόρημά μου οδηγούν ακριβώς εδώ. Στο χτίσιμο μιας ψεύτικης ιστορίας, μιας φήμης, μιας διάδοσης που γίνεται απολύτως πιστευτή και όταν τεκμηριωμένα διαψεύδεται, αποκτά ακόμη πιο φανατικούς οπαδούς. Κύριε Νάτσιο, πιστεύουμε ό,τι θέλουμε και έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε.
Όσο για την παγίδα της «υπερέκθεσης», νοήμονες άνθρωποι είμαστε, ας κάνουμε σωστή διαχείριση. Στις μέρες μας και ειδικά σε αυτά τα διαστήματα του εγκλεισμού, συμβαίνει το εξής παράδοξο. Βιώνουμε την πραγματική μοναξιά και την εικονική υπερεπικοινωνία. Για μένα τα μέσα της κοινωνικής δικτύωσης, θα έπρεπε να είναι χώροι ανταλλαγής απόψεων. Έτσι θα πλουτίζαμε. Δυστυχώς είναι χώροι επιβολής της κρατούσας άποψης, της λεγόμενης «κοινής γνώμης» που δεν αποδέχεται, έστω και για τη διαλεκτική και μόνο του πράγματος, κάτι διαφορετικό. Δεν συζητάμε, ξεφωνίζουμε, αποπαίρνουμε, επιβάλλουμε, χειραγωγούμε. Η ομοιομορφία με ενοχλεί και η αγριότητα μας, όχι το μέσον. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη, θα σας πω το εξής. Τελευταία, άρχισαν να εμφανίζονται αγχόνες και τσιτάτα του στυλ: «Κρεμάστε τους βιαστές», «κρεμάστε τους φονιάδες», «κρεμάστε τους…», ό,τι και να ακολουθεί, μας προτρέπει να κάνουμε τι; Να γυρίσουμε στην εποχή του λιντσαρίσματος; Η βαρβαρότητα ποτέ δεν ηττάται από άλλη βαρβαρότητα. Ούτε επιτρέπεται, πίσω από μία οθόνη και καλυμμένοι από την ανωνυμία μας ή την αναγνωρισιμότητά μας, να στέλνουμε τέτοιου είδους μηνύματα.
Τι ρόλο έχουν παίξει στη ζωή σας η γενέθλια πόλη των Σερρών και η πόλη του Βόλου που ζείτε; Πιστεύετε ότι ο τόπος που γεννιέται κανείς τον χαράζει ανεξίτηλα; Εσείς πως αισθάνεστε Σερραία ή Βολιώτισσα;
Είμαι και αισθάνομαι Σερραία και έτσι με ξέρουν στις πόλεις που έζησα και ζω. Αυτό δεν αλλάζει, ούτε και θέλω να το αλλάξω. Εδώ είναι οι ρίζες μου και ένα μεγάλο μέρος από την πραγματικότητά μου. Μπορεί να μην υπάρχουν πλέον οι γονείς μου, αλλά υπάρχουν η αδελφή μου και ο γαμπρός μου, που είναι αδελφός για μένα, τα ανήψια μου, που ζουν μεν αλλού, αλλά εδώ βρισκόμαστε, οι καλοί μου φίλοι, οι γείτονες, συμμαθήτριες που θυμάμαι με αγάπη, γενικά ένας κόσμος, ο μοναδικός κόσμος μου μέχρι τα δεκαοκτώ, που παραμένει ζωντανός στο μυαλό μου όταν είμαι μακριά και τον βρίσκω όταν έρχομαι στην πόλη μας.
Έζησα σχεδόν πέντε χρόνια στη Θεσσαλονίκη, είκοσι επτά στην Κομοτηνή, μια ιδιαίτερα αγαπημένη πόλη με αγαπημένους ανθρώπους και τα τελευταία δέκα ζω στον Βόλο. Μπαίνω στους ρυθμούς των πόλεων που κατοικώ και τις αγαπώ. Δεν μπορώ να λειτουργήσω διαφορετικά. Η ιδιαίτερη όμως πατρίδα μου είναι οι Σέρρες και νιώθω όμορφα όταν δηλώνω την καταγωγή μου ή όταν η καταγωγή μου χρησιμοποιείται ως χαρακτηριστικό αναγνώρισης. Εδώ έχω τις πιο ισχυρές αναμνήσεις, τις παιδικές και εφηβικές. Εδώ γυρίζω όταν θέλω να πάρω δύναμη και εδώ με βλέπω στο μέλλον.
Η κόρη της Μαρίας Κάλλας
Η Πένη, φεύγει από την πόλη της στα 18, επειδή της δίνεται η δυνατότητα λόγω της φιλίας του πατέρα της με έναν Ιταλό που έσωσε στην κατοχή, τον Τζουζέπε. Αρχικά στο Σιρμιόνε της Ιταλίας, στο κτήμα του Τζουζέπε και αργότερα στο Παρίσι ζώντας μία ζωή ελεύθερη και ασυμβίβαστη. Όταν όμως αναγκάζεται να γυρίσει στις Σέρρες και να μείνει για αρκετό χρονικό διάστημα, βρίσκεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα όπως έχει διαμορφωθεί μετά από τόσα χρόνια. Έχουν χαθεί οι άνθρωποι της ζωής της, δεν μπορεί να βρει τη συνέχεια της ζωής που είχε κάποτε εγκαταλείψει και αντιμετωπίζει τις συνέπειες των τότε επιλογών της. Μέσα από αναδρομή στο χρόνο, από τις αρχές του 1944, μέχρι και το 2013, ξαναζεί τα γεγονότα και ξαναγράφει την προσωπική και οικογενειακή της ιστορία με τέτοιον τρόπο ώστε να φτιάξει ένα βολικό παραμύθι που το χρησιμοποιεί για να δικαιώσει την αδελφή της που θεωρεί ότι αδικήθηκε κατάφορα και μάλιστα δημόσια από τη δική της αγαπημένη παιδική φίλη και δημοσιογράφο και επειδή βρίσκει την ευκαιρία με έναν παράδοξο τρόπο να προστατέψει τη μνήμη ενός αγαπημένου ινδάλματός της. Της Κάλλας. Αυτό ακριβώς το παραμύθι, από την πρώτη στιγμή που αρχίζει να το δημιουργεί, είναι που την αναγκάζει να βρεθεί για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τις επιλογές της και να προσπαθεί σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον να βρει την συνέχεια του έφηβου εαυτού της των Σερρών, σε έναν κόσμο που έχει χαθεί, σε μια πόλη που έχει αλλάξει, στα πενήντα δύο της χρόνια πια. Αυτό το παραμύθι γίνεται όμως για έναν άλλο λόγο επικίνδυνο. Η Πένη διασπείρει μία φήμη, η οποία πολλαπλασιάζεται με τη βοήθεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του τύπου και παραμένει ως αποδεκτή και επιθυμητή αλήθεια. Μέσα όμως σε αυτό το ψέμα και χάριν αυτού, η Πένη ξαναβρίσκει τις ισορροπίες της και τη φυσική συνέχεια της ύπαρξής της.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος:
Κυριαρχούν οι γυναίκες ηλικίας 50 με 60 ετών. Μιας γενιάς δηλαδή που δεν είχε την τύχη ή την ατυχία να προσδιορίζεται από ένα ιστορικό γεγονός. Προηγούνται γενιές που έζησαν πολέμους, κατοχή, εμφύλιο, δικτατορία και Πολυτεχνείο. Ουσιαστικά είναι η πρώτη γενιά που μεγαλώνει ειρηνικά, στον απόηχο ηρωικών εποχών, που διαμορφώνει μια καινούρια ηθική. Παράλληλα, στις αναμνήσεις της Πένης, υπάρχουν και δρουν και οι δύο προηγούμενες γενιές, με την δική τους ηθική και τις δικές τους αξίες. Σε όλη αυτή τη διαδρομή, κυρίαρχη είναι η παρουσία της πόλης που κατάγονται οι ήρωες και φυσικά της Μαρίας Κάλλας, που υπάρχει ως σιωπηλή και πάσχουσα φιγούρα σε όλο το βιβλίο.