Συνέντευξη – ποταμός από τον δημοσιογράφο Ντίνο Καραμητρούση στο «Σ.Θ.»
- Συνθήκες“ρωμαϊκής γαλέρας” υπήρχαν στη δημοσιογραφική Θεσσαλονίκη στο ξεκίνημα της καριέρας του δηλώνει
- Χαρακτηρίζει τη δεκαετία 80-90 την καλύτερη για τους δημοσιογράφους που άρχισαν να νοιώθουν επαγγελματίες
Του Δημητρίου Γ. Νάτσιου
Η πρώτη γνωριμία με τον Ντίνο Καραμητρούση, ήταν ως αναγνώστης το μακρινό 1976, γνωριστήκαμε πολύ αργότερα(1998) όταν μπήκα στα βαθιά της δημοσιογραφίας. Πενήντα χρόνια μάχιμης δημοσιογραφίας μετρά ταυτόχρονα με παράλληλη άλλη πλήρη απασχόληση ώστε να βιοποριστεί αξιοπρεπώς ο πολύπειρος δημοσιογράφος.
Αποδέχθηκε την πρόσκληση του «Σ.Θ.» για μία συνέντευξη με δύσκολα ερωτήματα. Αποκαλυπτικός, ανθρώπινος, με αυτοκριτική διάθεση μιλά για το πως βίωσε το «καμίνι» της δημοσιογραφίας μισό αιώνα στη συμπρωτεύουσα, τα κέρδη και τις ζημιές από αυτή την κοπιώδη προσπάθεια να ισορροπήσεις ανάμεσα σε πολλές συμπληγάδες.
Πως προέκυψε η δημοσιογραφία στη ζωή σας, ήταν κλίση, δημιουργήθηκε από τις συνθήκες (οικογενειακό περιβάλλον); Περιγράψτε μας την πορεία αναφέροντας τα μέσα ενημέρωσης στα οποία εργαστήκατε.
Ο Ντίνος Καραμητρούσης με τον προπονητή Καζιμίρ Γκόρσκι
Η δημοσιογραφία μπήκε από τύχη στη ζωή μου και από πολύ νωρίς. Πρέπει να ήμουν 15 ετών όταν κάποιος που δεν βρίσκεται σήμερα στη ζωή, ο Θανάσης Γαγάτσης στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης, που ασχολούνταν με την ομάδα της δικής μας γειτονιάς, βλέποντας ότι παρακολουθώ από μικρή ηλικία ποδοσφαιρικά παιχνίδια ερασιτεχνικού πρωταθλήματος, με προέτρεψε και με ώθησε να ασχοληθώ.
Έκτοτε από εκείνη τη μέρα ως και την πολύ πρόσφατη συνταξιοδότηση μου ήμουν πάντα κάπου ενταγμένος και συμβεβλημένος σε μέσα ενημέρωσης.
Όσο για τα μέσα ενημέρωσης που εργάστηκα και συνεργάστηκα ήταν πάρα πολλά. Να ξεκινήσω από αρχής αν και νομίζω ότι μπορεί να μην τα θυμηθώ όλα.
Εφημερίδες: Μακεδονικό Σουτ, Σπορ του Βορρά, Δράσις, Αθλητικά Νέα, Ριζοσπάστης, Το Καρφί, Sportime, Metrosport, Μακεδονία, Aθλητική Μακεδονίας Θράκης.
Ραδιόφωνα: Αλφα 103, EΡA spor, 904 Αριστερά στα FM, Μetropolis και Πρακτορείο 104,9.
Περιοδικά: Αθλητισμός, Σπορ και Ρεκόρ, Δικέφαλος.
Τηλεόραση: Αlter, Ωμέγα TV.
Πρακτορείο: Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Από όλες αυτές τις συνεργασίες που ήταν παράλληλες, διαδοχικές και αρκετές πολύχρονες, αυτό που έχω να πω είναι ότι ποτέ δεν “χτύπησα πόρτα” δεν παρακάλεσα αναζητώντας μία δουλειά, αν και αυτό δεν είναι ντροπή ειδικά όταν έχεις οικογένεια και σε όλες τις δουλειές που βρήκα κι έκανα, μου χτύπησαν την πόρτα και όταν έκρινα αν ήταν γόνιμο το έδαφος μιας δημοσιογραφικής συνεργασίας συνέχιζα. Ωστόσο όχι λίγες φορές παραιτούμουν όταν έβλεπα πως το κλίμα δεν μου ταίριαζε.
Ποιες ήταν οι συνθήκες εργασίας την πρώτη δεκαετία της σταδιοδρομίας σας στη Δημοσιογραφία; Μπορούσαν τα μέσα της εποχής με τη δύναμη και το μονοπώλιο που είχαν να στηρίξουν εργαζομένους που επέλεξαν το χώρο;
Ο Ντίνος Καραμητρούσης με τον συνάδελφο του Γ. Τραπεζανίδη
Τα πρώτα χρόνια που ουσιαστικά ήταν η πρώτη δεκαετία της διαδρομής μου θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω κάτι σαν καθημερινή και αγωνιώδη προσπάθεια να γίνει το “χόμπι” δουλειά. Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες, με αδήλωτη εργασία που θριάμβευε τις εποχές εκείνες, χωρίς ένσημα, χωρίς ωράρια, χωρίς άδειες, χωρίς ρεπό, χωρίς χρήματα μερικές φορές.
Πολλοί αναγκαστήκαμε να κάνουμε και μία δεύτερη κύρια δουλειά, για να επιβιώσουμε ή να δημιουργήσουμε τις οικογένειές μας. Εγώ βλέποντας τις συνθήκες το 1977 έγινα εκτελωνιστής και από το 1979 είχα άδεια ασκήσεως επαγγέλματος με γραφείο και εταιρικό, ώστε να ζω από κει αξιοπρεπώς συνεχίζοντας παράλληλα την δημοσιογραφία. Αυτό είχε σαν συνέπεια να εργάζομαι επί χρόνια σε δυο διαδοχικά οκτάωρα και να μην με βλέπει η οικογένεια μου. Ωστόσο τώρα είμαι δυο φορές συνταξιούχος γιατί έχω εργασιακό βίο με ένσημα και δικαιώματα 35 χρόνων ως εκτελωνιστής και 29 ως δημοσιογράφος εν και στο δεύτερο επάγγελμα έχω λειτουργήσει για πάνω από 50 χρόνια με συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Κοντολογίς για πολλά χρόνια έφευγα από το σπίτι μου στις 7 το πρωί και επέστρεφα στην 01.00 μετά τα μεσάνυχτα. Τα χρόνια εκείνα μόνο μέσα ενημέρωσης από την Αθήνα μπορούσαν να στηρίξουν εργαζόμενους ενώ στη Θεσσαλονίκη υπήρχε μαύρη και ανεξέλεγκτη εργασία. Συνθήκες “ρωμαϊκής γαλέρας”.
Θεωρείτε τη δεκαετία ‘80-‘90 την καλύτερη για τα μέσα ενημέρωσης με την απελευθέρωση της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης; Πως ζήσατε αυτή τη δεκαετία σε αυτή τη δουλειά; Υπήρχε ευγενής άμιλλα από την πλευρά των δημοσιογράφων, εκκολαπτόμενων, πιο έμπειρων και φθασμένων και αυτός ο ανταγωνισμός λειτουργούσε αποδίδοντας ποιότητα, πλουραλισμό στα μέσα;
Ο Ντίνος Καραμητρούσης με τον Φέρεντς Πούσκας
Σαφώς και η δεκαετία 80-90 ήταν καλύτερη για τα μέσα ενημέρωσης αλλά η δεκαετία από το 90 και μετά το millenium. ήταν καλύτερη και για τους δημοσιογράφους που άρχισαν να νιώθουν επαγγελματίες και ικανοί για να ζήσουν από το επάγγελμα τους.
Θυμάμαι ότι από το 92, 93, 94 μέχρι και το 2008 που άρχισε να φαίνεται η πρώτη κρίση, υπήρχε μία πληθώρα εργασιών, υπήρχε άμιλλα μεταξύ των δημοσιογράφων, αν και πάντα υπήρχαν κρούσματα ζηλοφθονίας, συντροφικά “μαχαιρώματα” για μια δουλειά ή ένα “αποκλειστικό” θέμα, αλλά οι έμπειροι και καταξιωμένοι μεγάλης ηλικίας συνάδελφοι προσπαθούσαν να βοηθήσουν νεότερους μια και στο επίπεδο αυτό δεν υπήρχε εκείνος ο κακώς εννοούμενος ανταγωνισμός.
Ποια η σχέση του δημοσιογράφου μέσου με τους κατά τόπους ανταποκριτές που είχαν τότε οι εφημερίδες; Μπορούσαν τα έντυπα να αμείψουν υποτυπωδώς ανθρώπους που είχαν συμβολή στην ειδησεογραφία και την πληρότητα που φύλλου; Καλλιεργούνταν ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που είχαν επαφή επί χρόνια μέσω του τηλεφώνου;
Ο Ντίνος Καραμητρούσης με τον Παναγιώτη Γιαννάκη
Δυστυχώς. Τα μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιούσαν και ουσιαστικά αξιοποιούσαν για δικό τους μόνο όφελος τη δουλειά των κατά τόπους ανταποκριτών τους οποίους εκμεταλλεύονταν έναντι “πινακίου φακής” και συνηθέστερα ούτε και για αυτό. Πολύ λίγες ήταν οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα που μπορούσαν να αναγνωρίσουν τη δουλειά ενός δημοσιογράφου από την επαρχία, των οποίων όμως συχνά πυκνά χρησιμοποιούσαν και μερικές φορές κολάκευαν για να κάνουν μόνο τη δουλειά τους εύκολα, ανέξοδα και ανώδυνα. Οι ανταποκριτές των επαρχιακών εφημερίδων ειδικότερα οι αθλητικοί ήταν τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της αγάπης τους για τον αθλητισμό και την ενημέρωση και παρά την αγόγγυστη εργασιακή παρουσία τους ελάχιστοι ήταν αυτοί που καταξιώθηκαν με μια θέση μισθολογίου.
Σχέσεις καλής συνεργασίας και φιλίας φυσικά και καλλιεργούνταν μεταξύ των δημοσιογράφων και είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα αυτά τα χρόνια εγώ καλλιέργησα και διατήρησα σχέσεις φιλίες με συναδέλφους σε κάθε πόλη της Μακεδονίας, αλλά και όχι μόνο σε αυτήν. Με πολύ μεγάλη ικανοποίηση όταν τύχαινε να βρίσκομαι σε γήπεδα μακρινά από τη Θεσσαλονίκη, στο Ηράκλειο, στη Μυτιλήνη, στην Πάτρα και φυσικά στην Αθήνα, πάντα είχα μία καλή κουβέντα και πάντα είχα τη δυνατότητα φιλίας με συναδέλφους με τους οποίους συνυπήρξαμε τα χρόνια εκείνα, έστω κι αν δεν ήμασταν ακόμα στα ίδια μέσα ή δεν είχαμε πολύ συχνή επικοινωνία.
Αυτό είναι ένα από τα κέρδη του επαγγέλματος, γιατί με πολλή χαρά έμπαινα στα δημοσιογραφικά θεωρεία ενός γηπέδου και με ικανοποίηση συναντούσα συναδέλφους που σε κάποιες περιπτώσεις δεν τους γνώριζα προσωπικά, αλλά ήμασταν στα ίδια χρόνια, για να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες ανθρώπινες, επαγγελματικές, οικογενειακές, φιλικές, αθλητικές.
Τι σας συγκινεί στο ποδόσφαιρο της εποχής, με τα δεσμευτικά συμβόλαια των ποδοσφαιριστών και τα γεμάτα γήπεδα;
Ο Ντίνος Καραμητρούσης με τον Ζήση Βρύζα
Τίποτα πλέον Ο άκρατος επαγγελματισμός στο ποδόσφαιρο δεν με συγκινεί και μπορώ να πω ότι έχει χαθεί η μαγεία του αθλήματος των περασμένων χρόνων. Η επαφή μεταξύ των αθλητικών συντακτών και των ποδοσφαιριστών που είναι βέβαια οι πρωταγωνιστές είναι ολότελα τυπική και διέπεται από πρωτόκολλα και ρήτρες.
Παλιότερα υπήρχε μία διαπροσωπική σχέση όπου γνώριζες πράγματα και αντιλαμβανόσουν χαρακτήρες. Τώρα τελειώνει ένας ποδοσφαιριστής το συμβόλαιο του με μια ομάδα μετά από 4-5 χρόνια συνεργασίας και δεν ξέρεις γι αυτόν που φεύγει τι χαρακτήρας ήταν τι αντιλήψεις κουβαλούσε, τι άνθρωπος τέλος πάντων ήταν.
Τα δεσμευτικά συμβόλαια των αθλητών τους υποχρεώνουν να μιλούν μία “ξύλινη” γλώσσα όπου λένε όλοι τα ίδια και φυσικά δεν είναι εύκολο να παρατηρήσεις τον ανθρώπινο χαρακτήρα και τις οποίες αντιλήψεις εκπροσωπεί. Πριν μια δεκαετία όταν η οικονομική κρίση στην χώρα μας συνοδεύονταν από εικόνες μεγάλης φτώχειας, ξένος ποδοσφαιριστής στην Θεσσαλονίκη, είπε πως δεν βλέπει καμμιά κρίση στην Ελλάδα, προφανώς γιατί έβλεπε στους χώρους όπου αυτός ζούσε και κινούνταν να εξακολουθούν να κινούνται. Κλεισμένος στο “κουκούλι” του συμβολαίου δεν μπορούσε να δει ή να ακούσει την κατάσταση στην χώρα όπου οι αυτοκτονίες ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Πως αντισταθήκατε και δεν εγκλωβιστήκατε στην οπαδική δημοσιογραφία που επιβλήθηκε σε ένα μέρος της στη χώρα μας, στα αθλητικά μέσα;
Ο Ντίνος Καραμητρούσης σε τηλεοπτικό στούντιο σχολιάζει την αθλητική επικαιρότητα
Δυστυχώς σήμερα πλέον μόνο οπαδικά μέσα και οπαδική δημοσιογραφία μπορεί να συναντήσει στο χώρο μας ο αναγνώστης και φίλαθλος. Δεν υπάρχει κι αν υπάρχει σε περιορισμένο ποσοστό ο κριτικός σχολιασμός, ο έλεγχος, η παρατήρηση και η καλόπιστη κριτική που δίνει βήμα για βελτίωση σε έναν αθλητή, σε μία διοίκηση, σε μία ομάδα. Ο δημοσιογράφος είναι ο άβουλος αντιγραφέας των επιθυμητών ειδήσεων του “συστήματος” και με εξαρτημένη σχέση καθίσταται άβουλος “υπάλληλος” ή φερέφωνο κάτι που γίνεται βέβαια και σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό στους πολιτικούς συντάκτες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι στρατευμένοι στις γνωστές “λίστες” παραπληροφορώντας ή χειραγωγώντας το κοινό προσφέροντας τις χειρότερες δυνατές υπηρεσίες σε ένα επάγγελμα που πλέον έπαυσε στην Ελλάδα να είναι λειτούργημα και εξελίχθηκε σαν παραπρόϊον υποταγμένο στην πλευρά του κατέχοντος οποιαδήποτε εξουσία. Αν δεν είναι ο δημοσιογράφος κριτικός τότε δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός, ούτε δίκαιος και μεταβάλλεται σε ένα “τσιράκι” και υπηρέτης συμφερόντων.
Υπήρξατε συντάκτης του ρεπορτάζ του ΠΑΟΚ . Δεν νομίζετε ότι υπάρχει υπερβολή στην αντιπαράθεση και νοοτροπία που έχει περάσει στη μάζα ότι για όλα φταίει το κέντρο και το ΠΟΚ. Τα Σπόρ του Βορρά εκείνη την εποχή (δεκαετία ‘70) λειτουργούσαν αντικειμενικά ή έγραφαν ότι ήθελε ο φίλαθλος, ο οπαδός προκειμένου να την αγοράσει από το περίπτερο στηρίζοντας την βιωσιμότητα της;
Πάντα υπήρχε υπερβολή ακόμα και όταν υπήρχε η αιτία. Ωστόσο τα “Σπορ του Βορρά” σε εκείνη τη δεκαετία ήταν μία εφημερίδα μαζικής και τεράστιας κυκλοφορίας κάτι που βέβαια δεν μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Η εφημερίδα την οποία υπηρέτησα για πολλά χρόνια, με διευθυντή τον ενεργό ακόμα Δημήτρη Μπούζα, έβλεπε τα πράγματα από την συγκεκριμένη οπτική πλευρά και αυτή η λογική γαλούχησε δυο γενιές οπαδών, που έβλεπαν την διαχρονική ύπαρξη μιας συστηματικής αδικίας. Ταυτόχρονα από τα χρόνια εκείνα η ύπαρξη ενός σκοτεινού κέντρου αποφάσεων στην πρωτεύουσα έδινε πολύ συχνά φανερά δείγματα της δυσλειτουργίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο με ομάδες δυο ή και τριών ταχυτήτων. Αυτό το ίδιο Κέντρο αποφάσεων που πάντα λειτουργούσε και εξακολουθεί να υπάρχει στην Αθήνα και το οποίο ήταν και παραμένει η κύρια αιτία για την υποβάθμιση του ελληνικού ποδοσφαίρου με άξονα την ενίσχυση των ομάδων του ΠΟΚ.
Ποια θεωρείτε την πιο γόνιμη περίοδο της δημοσιογραφικής σας παρουσίας, κάποια ιδιαίτερη συνεργασία μικρής ή μεγάλης διάρκειας, κάποιους δημοσιογράφους που συνδεθήκατε περισσότερο μέσα από την τριβή της δουλειάς;
Υπήρχαν πάντα γόνιμες περίοδοι στη δημοσιογραφική μου παρουσία, όπως υπήρχαν και πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες, με πολύωρη εργασία η οποία δεν ανταμείβονταν σε πολλές των περιπτώσεων. Πολλοί χάσαμε τότε πολλά χρόνια συνταξιοδότησης, κι εγώ φεύγω από τη δημοσιογραφία με 29 χρόνια ενσήμων έχοντας δουλέψει τουλάχιστον 50 διαδοχικά. Συνεργασίες υπήρξαν μεγάλες και μικρότερες και πάντα είχα τη μέριμνα, να έχω καλές σχέσεις με συναδέλφους, νεότερους και παλιότερους.
Έμαθα πολλά από τους παλιότερους και προσπάθησα να δώσω κάτι από τη δική μου αντίληψη στους νεότερους.
Θεωρώ πως έστω και ασυναίσθητα ήμουν αναγκασμένος να υπηρετήσω μία δημοσιογραφία η οποία έπρεπε να περνάει διαρκώς ανάμεσα από “υφάλους” ενός οπαδικού αναγνωστικού κοινού, αλλά και της πραγματικότητας η οποία είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση και σε κάθε επίπεδο γιατί η αλήθεια και το δίκιο πάντοτε επιβάλλεται να κυριαρχούν.
Το ευτύχημα είναι ότι τις προηγούμενες δεκαετίες από το 70 και μετά υπήρχαν δημοσιογράφοι φωτεινά παραδείγματα που ασκούμενος στα πρώτα μου χρόνια κοντά τους, έμαθα αρκετά πράγματα και τα έκανα κτήμα στην καθημερινή μου διαδρομή. Σε όλους αυτούς οφείλω συνειδητά ένα μεγάλο ευχαριστώ. Δεν θα ήθελα να αναφέρων ονόματα δημοσιογράφων με τους οποίων συνεργάστηκα και έχω τις καλύτερες αναμνήσεις γιατί σίγουρα θα αδικήσω κάποιους.
Δηλώσατε ότι η σημερινή δημοσιογραφία δεν είναι δημοσιογραφία. Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να ήταν διαφορετική με δεδομένο ότι είναι άκρως ανταγωνιστικό επάγγελμα, λόγω της ιδιαίτερης φύσης (πρόστυχης) αλλά και της αποστολής να ενημερώνει σωστά τους πολίτες;
Φυσικά και αυτό το οποίο ζούμε στην Ελλάδα, ειδικά τα τελευταία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν δημοσιογραφία αλλά σαν μία χειραγώγηση στην ενημέρωση των πολιτών, χωρίς μέτρο μάλιστα, στον εκμαυλισμό αντιλήψεων, στο πέρασμα απόψεων οι οποίες αμέσως πέφτουν στο κενό καθώς διαπιστώνεται ότι δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα στην ωμή παραχάραξη της αλήθεια. Το άσπρο είναι άσπρο και δεν μπορεί να γίνει μαύρο Και το αντίστροφο. Δυστυχώς η τηλεόραση που ακόμα μπαίνει στα σπίτια μας σαν ένα μαζικό μέσο, “σαρώνει” τα πάντα και παίζει διαλυτικό ρόλο στην αντίληψη των πολιτών, στην σωστή διαμόρφωση άποψης, σε ότι αφορά τα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά ζητήματα και αυτό είναι ένα θανάσιμο πλήγμα όχι μόνο για τη δημοσιογραφία αλλά και για την αξιοπρέπεια και αξιοπιστία των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων. Νομίζω πως ζούμε την μετάλλαξη της δημοσιογραφίας σε ένα χώρο αναξιοπιστίας και στυγνών επαγγελματικών συμφερόντων.
Τι κρατάτε από όλα τα χρόνια της δημοσιογραφικής σας παρουσίας;
Είναι αναρίθμητα αυτά που μπορώ να κρατήσω από τα πενήντα χρόνια δημοσιογραφικής μου παρουσίας.
Η δημοσιογραφία με ανάγκασε να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Να προσπαθήσω τουλάχιστον. Στη δημοσιογραφία πρέπει εκτός από τους τύπους να τηρήσεις και το περιεχόμενο. Είσαι αναγκασμένος να είσαι παρατηρητικός, να ελέγχεις, να είσαι πρότυπο, να προσπαθείς με δικαιοσύνη να καταγράψεις την άποψή σου και χωρίς φόβο η πάθος να αντιμετωπίσεις καταστάσεις που σου παρουσιάζονται.
Γνώρισα πολλούς ανθρώπους και μπόρεσα να διακρίνω τον ειλικρινή από τον ψεύτικο, τον καλό από τον αδιάφορο, τον ικανό από τον ανίκανο και αυτό είναι ένα μεγάλο κέρδος για τη ζωή και την πορεία ενός ανθρώπου.
Η δημοσιογραφία σε κάθε επίπεδο έχει τα θετικά και τα αρνητικά της πέρασα πολύ ευχάριστες αλλά και δύσκολες στιγμές.
Υπήρχαν περίοδοι που είχα τρεις και τέσσερις δημοσιογραφικές δουλειές ταυτόχρονα και στο τέλος κάθε μήνα μπορούσα να εκπληρώνω όχι μόνο τις υποχρεώσεις αλλά και να μεγαλώνω εξαμελή οικογένεια με σπουδές παιδιών και όλα τα συνεπακόλουθα.
Υπήρχαν όμως και περίοδοι που περίμενα με το ρολόι στο χέρι πότε θα φτάσει η μέρα που θα πάρω έναν πενιχρό μισθό για να μπορέσω να αντιμετωπίσω τα τρέχοντα.
Η δημοσιογραφία μου άνοιξε τους ορίζοντες.
Έχω μία καταγεγραμμένη στατιστική όπου έχω κάνει 100 ακριβώς ταξίδια στο εξωτερικό και όχι όπως ένας απλός ταξιδιώτης, αλλά στα πολλά περισσότερα σε δημοσιογραφικές αποστολές. Τα 53 από αυτά ήταν με το ποδόσφαιρο του ΠΑΟΚ, τα 16 με το μπάσκετ του ΠΑΟΚ, τέσσερα με τις καλοκαιρινές προετοιμασίες του ΠΑΟΚ, τρία με την Εθνική Ελλάδος ποδοσφαίρου, τρία με τους βετεράνους του ΠΑΟΚ και της Νεάπολης, δύο με το μπάσκετ του Άρη, δύο με το ποδόσφαιρο του Άρη και άλλα 17 ταξίδια τουριστικά κι όλα αυτά σε χώρες όπου είδα άκουσα έμαθα σύγκρινα. Επισκέφτηκα 36 διαφορετικές χώρες από αρκετές φορές την κάθε μία. Φυσικά γύρισα και όλη την Ελλάδα και κάθε σημαντική πόλη, γήπεδο και στάδιο, άπειρες φορές, Κι αν δεν ήταν η δημοσιογραφία για να μου ανοίξουν με τις αποστολές αυτές, τους ορίζοντές ώστε να μην έχω ετερόφωτη γνώση από τις απόψεις των άλλων τότε ποιο άλλο επάγγελμα θα μου έδινε τόσες ευκαιρίες;
Γιατί όπως λέει και ο Καβαφικός στίχος “Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος”.
Πέρασα από δημοσιογραφικά “σχολεία” τα οποία ήταν πραγματικά σχολεία και μπορώ να πω ότι έμαθα μέσα από αυτήν την διαδικασία.
“Τα Σπορ του βορρά” ήταν η πρώτη μου ουσιαστικά δουλειά, ο Ριζοσπάστης το “Sportime” το Aθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων με 29 χρόνια διαρκούς παρουσίας, η πολυφωνική ΕΡΑ Σπορ ήταν μεγάλα “σχολεία” για μένα και μου έδωσαν όχι μόνο υλικά αγαθά για να επιβιώσω αλλά και γνώση για να εξελιχθώ. Και μπορώ να πω ότι φεύγω “γεμάτος” εικόνες, αναμνήσεις, εμπειρίες, που δεν θα μπορούσα να ζήσω σε άλλο επαγγελματικό χώρο, αφού από το 1972 και ως τώρα ήμουν συνεχώς ενεργά ενταγμένος σε μία δημοσιογραφία η οποία προϋποθέτει ότι δεν αλλάζουμε το πνεύμα αυτών που αντιλαμβανόμαστε και βλέπουμε γιατί ο αναγνώστης, ακροατής, ή τηλεθεατής δεν είναι ένα πειραματόζωο για να διαμορφώσουμε εμείς τη δική του γνώμη.