Γράφει ο Γρηγόρης Σαμπάνης
Όσοι παρακολουθούν από το εξωτερικό τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, όπως οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, βλέπουν μια σταθερή και ισχυρή κυβέρνηση που εφαρμόζει σημαντικές μεταρρυθμίσεις χωρίς να αντιμετωπίζει αμφισβήτηση.
Όμως, οι δυναμικές που αναπτύσσονται εδώ και αρκετούς μήνες στο πολιτικό σύστημα αρχίζουν να δημιουργούν κινδύνους επανάληψης νοσηρών φαινομένων του παρελθόντος, καθώς μάλιστα κινητοποιούνται κατά της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη διαπλεκόμενα συμφέροντα, που επιχειρούν να καθοδηγήσουν τις πολιτικές εξελίξεις με θεμιτά και αθέμιτα μέσα.
Σοβαροί και αυστηροί κριτές της Ελλάδας, με πρώτους τους οίκους αξιολόγησης, θεωρούν ότι η πολιτική σταθερότητα στη χώρα και η ισχυρή διάθεση του Κυριάκου Μητσοτάκη να προωθήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν μεγάλα ατού για την οικονομία. Άλλωστε, ύστερα από μια περίοδο αναταράξεων που έθεσαν το πολιτικό σύστημα σε ακραία δοκιμασία, σήμερα η Ελλάδα ξεχωρίζει στην Ευρώπη για την πολιτική της σταθερότητα, την ώρα που δοκιμάζονται από τις πιέσεις λαϊκιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων τα πολιτικά συστήματα πολλών χωρών, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία.
Ο οίκος S&P, τον περασμένο Απρίλιο, όταν αναβάθμιζε σε «θετική» την προοπτική της αξιολόγησης του ελληνικού χρέους, τόνιζε χαρακτηριστικά:
Μετά από μια επιτυχημένη προσπάθεια επανεκλογής, η κυβέρνηση υπό την ηγεσία της ΝΔ έχει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και είναι απίθανο να αντιμετωπίσει σημαντικά νομοθετικά εμπόδια στην εφαρμογή της πολιτικής της ατζέντας.
Η κυβέρνηση έχει περιγράψει και αρχίσει να εφαρμόζει μια ισχυρή μεταρρυθμιστική ατζέντα (…). Οι μακροχρόνιοι βασικοί προβληματικοί τομείς της Ελλάδας που έχουν σημειώσει περιορισμένη πρόοδο μέχρι στιγμής, όπως οι μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη και στον τομέα της υγείας, έχουν τώρα αξιόπιστα σχέδια εφαρμογής που πρόκειται να ξεδιπλωθούν.
Κατά τη γνώμη μας, ο βασικός κίνδυνος εφαρμογής είναι η μεταρρυθμιστική κόπωση πριν αναληφθεί επαρκής δράση, ιδίως εάν τα βελτιωμένα οικονομικά αποτελέσματα δεν γίνουν αισθητά χωρίς αποκλεισμούς σε ολόκληρη την κοινωνία.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δείχνει ότι έχει την πολιτική βούληση να εφαρμόσει ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, ακριβώς για να προλάβει τα φαινόμενα μεταρρυθμιστικής κόπωσης. Επιπλέον, ο πρωθυπουργός έχει αντιληφθεί πολύ καλά, όπως έδειξε και με την ομιλία του στη ΔΕΘ, ότι η πρώτη προτεραιότητα είναι να περάσει σε όλους τους πολίτες το όφελος από τη σταθεροποίηση της οικονομίας και την ανάπτυξη.
Όπως είχε τονίσει, «ζητούμενο τώρα είναι η ένταση της ανάπτυξης. Εξίσου σημαντικό ζητούμενο είναι και η ισόρροπη αναδιανομή της, όχι μόνο σε όλα τα κοινωνικά στρώματα αλλά και σε όλες τις περιφέρειες της χώρας. Είναι αυτό το οποίο έχω αποκαλέσει φορές «η ανάγκη για διπλή σύγκλιση». Η σύζευξη της εθνικής ανάπτυξης με την άνοδο των εισοδημάτων των πολιτών στον ιδιωτικό τομέα, στο δημόσιο τομέα, στις συντάξεις».
Από πού μπορεί να προέλθουν, όμως, οι απειλές για μια κυβέρνηση που μοιάζει να μην έχει αντίπαλο, σε ένα πολιτικό τοπίο που έχει αλλάξει εντελώς σε σχέση με τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά του δικομματισμού, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο τυπικά έχει θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης και μοιάζει να οδηγείται στη διάλυση, ενώ το ΠΑΣΟΚ, παρότι φαίνεται να έχει βγει ενισχυμένο από τη διαδικασία (επαν)εκλογής προέδρου, δε δείχνει να έχει τη δυναμική για να σταθεί με αξιώσεις απέναντι στη ΝΔ;
Η απειλή για τη Νέα Δημοκρατία δεν έρχεται σήμερα από ένα ανερχόμενο κομματικό σχήμα, όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, όταν κέρδισε την εξουσία από τη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά. Ωστόσο, απειλείται όλο και περισσότερο από πολιτικές και επιχειρηματικές δυνάμεις που επιχειρούν να «κοντύνουν» τον Κυριάκο Μητσοτάκη και να αποσπάσουν κομμάτια της εξουσίας του εκλεγμένου πρωθυπουργού, ή να καθοδηγήσουν αποφάσεις σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα.
Σε πολιτικό επίπεδο, αυτές οι δυνάμεις αμφισβήτησης βγαίνουν όλο και συχνότερα στο προσκήνιο: με δημόσιες παρεμβάσεις κριτικής ή απουσίες με νόημα των δύο πρώην πρωθυπουργών, Α. Σαμαρά και Κ. Καραμανλή – ο κ. Σαμαράς μάλλον έχει ξεχάσει ότι στην επέτειο των 40 ετών της ΝΔ, ο 96χρονος τότε Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε τιμήσει με την παρουσία του την εκδήλωση, χωρίς να τον εμποδίσουν οι κακές μνήμες του παρελθόντος. Επιπλέον, παρατηρούνται καλά ενορχηστρωμένες παρεμβάσεις βουλευτών της επιρροής των δύο πρώην πρωθυπουργών στη Βουλή, με αμφισβήτηση της πολιτικής της κυβέρνησης σε κρίσιμους τομείς που απασχολούν έντονα την κοινή γνώμη («κόκκινα» δάνεια, ακρίβεια, υψηλές τομές στο ρεύμα κ.α.).
Παράλληλα, αρχίζουν να ακούγονται προειδοποιήσεις που στρώνουν το έδαφος για μελλοντικές επιθέσεις στην κυβέρνηση, σε ό,τι αφορά την πολιτική της στα εθνικά θέματα. Πριν ακόμη μπουν σε ουσιαστικές παραμέτρους των ελληνοτουρκικών διαφορών ή του Κυπριακού οι συζητήσεις με την Τουρκία, διατυπώθηκαν από τον Αντώνη Σαμαρά κινδυνολογικές προβλέψεις περί εθνικών υποχωρήσεων. Εύστοχα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σχολίασε ότι υπάρχουν δύο δρόμοι: «ο ένας δρόμος είναι ο τζάμπα πατριωτισμός και ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος που ακολουθεί η κυβέρνηση αυτή και προσωπικά ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης».
Σε αυτό το παζλ της δεξιάς αμφισβήτησης προς μια μετριοπαθή, συντηρητική κυβέρνηση, που όμως έχει αποδείξει ότι τηρεί σκληρή γραμμή σε ζητήματα εθνικής σημασίας (π.χ. στο μεταναστευτικό), προστίθεται και η γνωστή από το παρελθόν προσπάθεια να αναδειχθούν στο προσκήνιο κόμματα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, που θα μπορούσαν να την αποδυναμώσουν εκλογικά στο μέλλον ή να λειτουργήσουν σαν «συλλέκτες» δυσαρεστημένων στελεχών της ΝΔ. Το… έργο αυτό έχει παιχθεί κατ’ επανάληψη στο παρελθόν, πάντα με παρασκηνιακή στήριξη τέτοιων σχημάτων από οικονομικά συμφέροντα: από τον Ορθόδοξο Συναγερμό ως τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Σήμερα, κάποιοι επιχειρούν να δώσουν υπόσταση και να προβάλλουν τον πολιτικό λόγο της Ελληνικής Λύσης, ή ακόμα και της εξωκοινοβουλευτικής Φωνής της Λογικής.
Το πού καταλήγουν όλες αυτές οι μεθοδεύσεις αρχίζει να γίνεται προφανές: αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με ορθόδοξα πολιτικά μέσα, δηλαδή με ένα ισχυρό κόμμα αντιπολίτευσης που θα βρεθεί απέναντί του και θα διεκδικήσει με αξιώσεις την εξουσία, ο μόνος τρόπος για να εξασθενήσει η ΝΔ είναι να χρησιμοποιηθούν τακτικές… ανταρτοπόλεμου μέσα από τον ευρύτερο χώρο της κεντροδεξιάς και δη της άκρας δεξιάς. Κανείς δεν τολμά να μιλήσει για διάσπαση της ΝΔ, αλλά αυτό φαίνεται να υποκρύπτεται ως απειλή, εάν ο πρωθυπουργός δε μοιράσει την εξουσία με τους εσωκομματικούς του αντιπάλους και δεν ικανοποιήσει τις απαιτήσεις διαπλεκόμενων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Το ερώτημα προς όλους όσοι αμφισβητούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι απλό και δε φαίνεται να το έχουν απαντήσει: ποιος άλλος, πλην του Κ. Μητσοτάκη, μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στις σύγχρονες προκλήσεις και να καθοδηγήσει την Ελλάδα καλύτερα στην παγκόσμια ψηφιακή μετάβαση που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, την οικονομία της γνώσης και την ανάδυση νέων τεχνολογιών, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη;
Η μικροπολιτική και οι προσωπικές επιδιώξεις μπορεί να συσκοτίζουν την πραγματικότητα, όμως ο σημερινός πρωθυπουργός και ηγέτης της ΝΔ είναι σήμερα ο μοναδικός στην πολιτική σκηνή που έχει το όραμα και την ικανότητα να εκσυγχρονίσει τη χώρα και να την οδηγήσει σε ανάπτυξη μέσα σε ένα εξαιρετικά απαιτητικό παγκόσμιο περιβάλλον. Σε αυτές τις προκλήσεις καλείται να απαντήσει σήμερα το πολιτικό σύστημα, αντί να αναλώνεται σε ανούσιες αντιπαραθέσεις με ταπεινά κίνητρα.
* Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.
To κείμενο δημοσιεύτηκε στο libaral.gr