Η ομιλία του πρώην υπουργού Γ. Φλωρίδη για τα δέκα χρόνια από το θάνατο του Ν. Ηλιάδη
Παραθέτουμε αυτούσια την ομιλία που πραγματοποίησε το Βράδυ του Σαββάτου 7 Μαϊου στις Σέρρες ο πρώην υπουργός Γ. Φλωρίδης στην εκδήλωση μνήμης που διοργανώθηκε από τον Δικηγορικό Σύλλογο Σερρών δέκα χρόνια από τον θάνατο του του δικηγόρου και πολιτικού Ν.Ηλιάδη.
Κυρίες και κύριοι,
Νιώθω ιδιαίτερη τιμή και συγκίνηση γιατί βρίσκομαι σήμερα εδώ μαζί σας, μετά από πρόσκληση του Δικηγορικού Συλλόγου Σερρών και του αγαπητού φίλου Γιάννη Ουβένη, ως εκπροσώπου μιας ομάδας φίλων του Νίκου Ηλιάδη, σε μια εκδήλωση μνήμης για τον πρόωρα και άδικα «χαμένο» αγαπητό φίλο, συμμαχητή, πολιτικό συνοδοιπόρο και ευπρεπή πολιτικό Νίκο Ηλιάδη.
Αυτή η εκδήλωση, είναι μια αφορμή να αναστοχαστούμε για την πορεία μας, τις ιδέες μας, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της χώρας.
Η πρώτη εικόνα που έχω από το Νίκο, ήταν τον φθινόπωρο του 1976 στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, στην οποία μετεγγράφηκα εκείνη τη χρονιά από τη Νομική Σχολή Θράκης. Ο Νίκος, Πρόεδρος του Συλλόγου Φοιτητών της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης, απευθυνόταν με τον γνωστό χειμαρρώδη λόγο του, στους νεοεισελθόντες στη Σχολή καθώς και σε αυτούς που είχαν έρθει με μετεγγραφή από την Κομοτηνή. Ίσως ήταν και η τελευταία του παρουσία στη Σχολή, αφού ήδη έπαιρνε το πτυχίο του για να ξεκινήσει στη συνέχεια μια λαμπρή επαγγελματική σταδιοδρομία στις Σέρρες.
Μετά από λίγα χρόνια, ξεκίνησα κι εγώ τη δική μου σταδιοδρομία στο Κιλκίς.
Συναντηθήκαμε ελάχιστες φορές, τυχαία, στο Εφετείο Θεσσαλονίκης και σε κάποιες περιφερειακές εκδηλώσεις του ΠΑΣΟΚ στη Θεσσαλονίκη.
Οι συναντήσεις μας πύκνωσαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ο Κώστας Σημίτης, άρχισε να υποδηλώνει με προσεκτικό τρόπο, το ενδιαφέρον του να διεκδικήσει την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, όταν θα ερχόταν η στιγμή της αποχώρησης του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Κώστας Σημίτης, συνδύαζε το ενδιαφέρον του για την ηγεσία με την παρουσίαση της πολιτικής και προγραμματικής του πρότασης για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, μέσα στο σταθερό περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό ήταν το κρίσιμο πολιτικά και χρονικά σημείο της συνάντησής μας με το Νίκο και μια σειρά άλλων στελεχών του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα.
Το σημείο αναφοράς ήταν ο Κώστας Σημίτης και η εκσυγχρονιστική του πρόταση για την Ελλάδα.
Η προοπτική της ανάληψης της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ από τον Κ. Σημίτη, στη βάση της πολιτικής του πρότασης, κινητοποίησε σημαντικές δυνάμεις μέσα και έξω από το ΠΑΣΟΚ.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ξεχώριζε με τη μαχητική του παρουσία, τον στέρεο και καθαρό πολιτικό του λόγο ο Νίκος.
Η αίσθηση που είχαμε τότε, ήταν ότι συμμετείχαμε σε κάτι που είχε ιστορικές διαστάσεις για τη χώρα και την παράταξή μας. Ότι δηλαδή, είμασταν συντελεστές μιας σημαντικής πολιτικής και κοινωνικής μεταβολής.
Η προοπτική μιας Ελλάδας με σύγχρονους λειτουργικούς θεσμούς, που θα συμμετείχε ισότιμα σε μια από τις πιο ισχυρές οικονομικές δυνάμεις του κόσμου, κατέχοντας το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, φαινόταν κάτι συναρπαστικό για όλους μας.
Η προοπτική της ΟΝΕ και του Ευρώ, σήμαινε ότι η Ελλάδα θα ολοκλήρωνε επιτυχώς τη μεγάλη εθνική στρατηγική σύλληψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ, που πραγματοποιήθηκε το 1980.
Στην πραγματικότητα, θα ήταν η στιγμή που η Ελλάδα θα ολοκληρώνονταν ως μια περήφανη κρατική οντότητα, μετά από την καταστροφή του 1922. Ας μη ξεχνάμε ότι φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από εκείνη την καταστροφή.
Νιώθαμε ότι η χώρα θα ξανάπιανε το νήμα από τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και την επιτυχή συμμετοχή της στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που οδήγησαν στον υπερδιπλασιασμό της.
Η απόσταση του χρόνου, μας επιτρέπει να μιλήσουμε σήμερα νηφάλια για τις μεγάλες στρατηγικές επιδιώξεις της χώρας μας, μετά την Επανάσταση του 1821.
Και ως τέτοιες θα ορίζαμε:
–Την απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου, μετά από κατάλληλη στρατιωτική προετοιμασία και διεθνείς συμμαχίες, για την έναρξη των Βαλκανικών Αγώνων και την επιτυχή έκβασή τους, υπό τη στρατιωτική ηγεσία του Διαδόχου Κωνσταντίνου και τη σθεναρή υποστήριξη του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄.
–Την απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πριν και μετά τη δικτατορία του 1967, για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
–Την επιτυχή υλοποίηση του στόχου της εισόδου της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση, στη ζώνη του Ευρώ, από τον Κώστα Σημίτη.
Επιστρέφοντας πίσω στην πορεία Σημίτη, η κορυφαία στιγμή της προσπάθειάς μας ήταν το συγκλονιστικό συνέδριο του ΠΑΣΟΚ τον Ιούλιο του 1996, όταν ο Κώστας Σημίτης εξελέγη Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Ένα συνέδριο που παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα και σε απευθείας μετάδοση όλη η Ελλάδα, όλοι οι πολίτες, ανεξάρτητα από την κομματική τους προτίμηση. Όλοι ένιωθαν ότι εκεί πραγματικά θα καθορίζονταν το μέλλον και η προοπτική της χώρας.
Στις εκλογές που έγιναν τον Σεπτέμβριο του 1996, ο Νίκος εξελέγη Βουλευτής Σερρών και εγώ Βουλευτής Κιλκίς.
Συναντηθήκαμε πια στην Αθήνα, μαζί με πολλούς νεοεκλεγέντες Βουλευτές του ίδιου πολιτικού ρεύματος στα πλαίσια του μεγάλου τότε ΠΑΣΟΚ και από τότε οι δεσμοί έγιναν ισχυρότεροι.
Στη συνέχεια, ευτυχήσαμε με να δούμε τη χώρα μας ισότιμο μέλος της ΟΝΕ, την Κύπρο να εισέρχεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα να αλλάζει μορφή μέσα από τη δημιουργία των μεγάλων έργων, που πραγματοποιήθηκαν χάρη στις σοβαρές χρηματοδοτήσεις από τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης.
‘Όμως, ο σεβασμός στην ιστορική αλήθεια, επιβάλει να πούμε ότι ο Κ. Σημίτης διευκολύνθηκε πολύ στην εκσυγχρονιστική και ευρωπαϊκή του πρόταση, από την ιστορική πολιτική στροφή που πραγματοποίησε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1992.
Τότε, που οδήγησε το ΠΑΣΟΚ που βρισκόταν στην αντιπολίτευση, να υπερψηφίσει στη Βουλή τη συνθήκη του Μάαστριχ, η οποία έθετε τις βάσεις για την ΟΝΕ.
Το 1993, ο Ανδρέας Παπανδρέου, αναλαμβάνοντας ξανά τη διακυβέρνηση της χώρας, ανέθεσε την υλοποίηση της οικονομικής πολιτικής της χώρας στον Αλέκο Παπαδόπουλο, λέγοντας τη φράση «ή το έθνος θα δαμάσει το δημόσιο χρέος ή το χρέος θα αφανίσει το έθνος». Τότε, έδειξε καθαρά το δρόμο προς την ΟΝΕ.
Την επόμενη χρονιά, το 1994, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, ψήφισε δύο νόμους τομές στην ιστορία του ελληνικού κράτους: το ν. 2190, γνωστό ως «νόμο Πεπονή» για τη δημιουργία του ΑΣΕΠ, που είχε πλέον την ευθύνη για την είσοδο των υπαλλήλων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και την αυτοδιοίκηση με αδιάβλητες διαδικασίες και το ν. 2166 γνωστό ως «νόμο Παπαθεμελή» για την είσοδο στην Αστυνομία και την Πυροσβεστική επίσης με αδιάβλητες διαδικασίες.
Με αυτούς τους νόμους το ελληνικό κράτος έπαυε να είναι λάφυρο των κομματικών στρατών.
Ανεξάρτητα από τις διαρκείς και συνεχιζόμενες απόπειρες καταστρατήγησής τους, το πλαίσιο που έθεσαν αυτοί οι νόμοι, συνεχίζει να κυριαρχεί.
Στην πραγματικότητα, ο Ανδρέας Παπανδρέου του 1992, συνάντησε και πάλι τον Ανδρέα του 1964, όταν επισκέφθηκε ως Υπουργός της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου τις ΗΠΑ και απευθυνόμενος σε Αμερικανούς οικονομικούς παράγοντες, περιέγραψε το στίγμα της οικονομικής πολιτικής της νέας ελληνικής κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου ως εξής:
Α) Η Ελλάδα ήταν οριστικά προσανατολισμένη στη δυτικού τύπου δημοκρατία.
Β) Ταχύρρυθμη ανάπτυξη για οικονομική προσαρμογή στην ΕΟΚ και ευθυγράμμιση με τις χώρες-μέλη της.
Γ) Ισότιμη διάχυση αυτής της ανάπτυξης σε όλη την ελληνική επικράτεια, ώστε να αναπτυχθεί εσωτερική αγορά για βιομηχανικά προϊόντα.
Δ) Δημιουργία βασικών υποδομών, ιδιαίτερα του μεταφορικού δικτύου.
Ε) Βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού, μέσω εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και
Στ) Εφαρμογή σύγχρονων προτύπων διοίκησης με τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και την οργάνωση της Σχέσης Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα, ώστε αυτή να είναι δυναμική και συμπληρωματική.
Παραμένει ανεξήγητη για πολλούς ιστορικούς η μεταβολή του Ανδρέα Παπανδρέου το 1974, με το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».
Ποιος όμως να φανταζόταν, ότι σε λιγότερο από δέκα χρόνια, από τη θριαμβευτική είσοδο στην ΟΝΕ, η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε με οδυνηρό τρόπο το 2010.
Δυστυχώς, κάποιες πολιτικές δυνάμεις και σημαντικά τμήματα του λαού, θεώρησαν ότι η ΟΝΕ ήταν το τέλος μιας προσπάθειας και η οριστική επιβράβευση μιας πορείας. Ήταν μειοψηφία αυτοί που έλεγαν ότι επρόκειτο για μια νέα αρχή που απαιτούσε σημαντικές αλλαγές στο θεσμικό οικοδόμημα και στο αδύναμο παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Πολύ γρήγορα εκδηλώθηκαν σοβαρές αντιστάσεις απέναντι στην ανάγκη αλλαγών, με κορυφαία την πρόταση Γιαννίτση για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος.
Για όσους από εμάς αγαπάμε να διαβάζουμε τους αριθμούς, η ματαίωση της προσπάθειας Σημίτη-Γιαννίτση, οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στη χρεωκοπία της χώρας.
Από το 2001 μέχρι το 2010, η χώρα χρειάστηκε να πληρώσει στο ασφαλιστικό της σύστημα, περίπου 210 δισεκατομμύρια ευρώ, τα περισσότερα από τα οποία ήταν δανεικά.
Αν υλοποιούνταν η μεταρρύθμιση Γιαννίτση, η Ελλάδα θα εξοικονομούσε περίπου 90 δισεκατομμύρια ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι ο χρεωκοπία θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Τα όσα υπέστη το ασφαλιστικό μας σύστημα από τη χρεωκοπία είναι γνωστά.
Η οικονομική χρεωκοπία, έφερε την πολιτική χρεωκοπία και αυτή με τη σειρά της ανέδειξε τις πιο ακραίες δημαγωγικές και λαϊκίστικες δυνάμεις, οι οποίες το 2015 ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας. Η Ελλάδα έφτασε στο χείλος του γκρεμού το καλοκαίρι του 2015 με το δημοψήφισμα, που σύμφωνα με τη φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ, «είναι το όπλο των δικτατόρων και των δημαγωγών». Είχε προηγηθεί το κλείσιμο των τραπεζών που οδήγησε στο αναίτιο κλείσιμο πολλών υγιών επιχειρήσεων και την απώλεια χιλιάδων καλών θέσεων εργασίας.
Αυτές οι δυνάμεις, ακόμα και σήμερα, εκμεταλλευόμενες τις απανωτές εθνικές, γεωπολιτικές, υγειονομικές, κλιματικές και οικονομικές κρίσεις που αντιμετωπίζει η χώρα και ο κόσμος και τις δυσκολίες των ανθρώπων, επιχειρούν μια εκδικητική και καταστροφική ρεβάνς.
Αυτή η διαπίστωση, μάς εισάγει σε ένα πολύ κρίσιμο θέμα της εποχής, που πολύ θα ήθελα να συζητούσαμε με το Νίκο. Το θέμα της ανόδου των δημαγωγικών-λαϊκίστικων κινημάτων στην Ευρώπη (πρόσφατο παράδειγμα η Γαλλία) καθώς και τη σταθερή παρουσία τους στην Ελλάδα.
Πρέπει να προβληματιστούμε πολύ.
Μήπως κάτι δεν αντιλαμβανόμαστε σωστά; Μήπως δεν δίνουμε τη σημασία που πρέπει στην ανάγκη ενός κόσμου για την εθνική του ταυτότητα, αλλά και τις πραγματικές δυσκολίες της ζωής του;
Μήπως δεν κατανοούμε τις αγωνίες του απέναντι σε πολιτισμικές αλλαγές που νιώθει ότι απειλούν το δικό του πολιτισμό και τις δικές του αξίες;
Μήπως δεν καταλαβαίνουμε σωστά τη διαρκή αίσθηση μόνιμης ταπείνωσης που νιώθουν κάποιοι άνθρωποι, επειδή κάποιοι άλλοι «τακτοποιημένοι» τούς λένε ότι για την αποτυχία τους και τις δυσκολίες τους φταίνε αποκλειστικά οι ίδιοι;
Πολλοί αναλυτές συμφωνούν ότι οι δημαγωγοί και οι λαϊκιστές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σ’ αυτές τις υπαρκτές αγωνίες και τα σοβαρά προβλήματα των πολιτών και έτσι κάνουν αυτό που πολύ καλά ξέρουν: κανακεύουν τον πάντα «αθώο» λαό, απέναντι στις κοσμοπολίτικες ελίτ που δεν ενδιαφέρονται για τις εθνικές ταυτότητες και τις πολιτισμικές αλλοιώσεις.
Αυτοί οι δημαγωγοί-λαϊκιστές δηλώνουν με μεγάλη ευκολία ότι έχουν άμεσες και απλές λύσεις για μεγάλα και σύνθετα προβλήματα. Και που βέβαια, αν τους δοθεί η δυνατότητα να κυβερνήσουν, όπως έγινε στην Ελλάδα, αποτυγχάνουν παταγωδώς και το τίμημα που πληρώνουν οι λαοί είναι βαρύ.
Όμως οι κυβερνητικές αποτυχίες των λαϊκιστών, δεν διαγράφουν τα υπαρκτά προβλήματα και τις αγωνίες του κόσμου.
Το αίτημα των κοινωνιών για καλά προστατευμένα εξωτερικά σύνορα απέναντι στην παράνομη μετανάστευση, δεν είναι παράλογο- το αντίθετο μάλιστα.
Το αίτημα για τη διαρκή μείωση των ανισοτήτων σε μια εποχή που οι ανισότητες διευρύνονται, είναι αίτημα βαθύτατα ανθρώπινο και δημοκρατικό.
Οι αντίληψη ότι κάποιοι δικαιούνται τα άπειρα λεφτά που βγάζουν σε σχέση με τους άλλους τούς «αποτυχημένους», είναι βαθύτατα αλαζονική και και διχαστική. Είναι μια αντίληψη που παράγει εχθροπάθεια από όλους εκείνους που δεν τα καταφέρνουν.
Στον πρώτο, δύσκολο καιρό της πανδημίας, οι κοινωνίες κρατήθηκαν όρθιες από τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία, από τους νέους εργαζόμενους στα ντελίβερι, από τους εργαζόμενους στα σούπερ μάρκετ, από τους εργαζόμενους στις εταιρίες κούριερ και από τους εργαζόμενους στις γραμμές παραγωγής των εργοστασίων για προϊόντα που είχαμε ανάγκη.
Οι κοινωνίες δεν κρατήθηκαν όρθιες από τους χρυσοκάνθαρους των χρηματιστηριακών εταιριών και από τα golden boys των αγορών.
Χρειάζεται μεγαλύτερος σεβασμός στον κόσμο της εργασίας από όλους τους βολεμένους των ελίτ και μεγαλύτερη κατανόηση από τους πολιτικούς.
Ο σπουδαίος Ιβάν Κράστεφ, στο βιβλίο του «Μετά την Ευρώπη» γράφει ότι «το συχνό κάλεσμα για «ηγέτες» έχει δύο πολύ διαφορετικές σημασίες, ανάλογα με το πού διατυπώνεται. Στις Βρυξέλλες και σε πολλές εθνικές πρωτεύουσες, το αίτημα για ηγέτες υποδηλώνει αντίσταση στη λαϊκίστικη πίεση και θάρρος στην εφαρμογή των πιο ορθολογικών και αποτελεσματικών πολιτικών. Οι Ευρωπαϊκές ελίτ θεωρούν την πολιτική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως κρίση επικοινωνίας, στην οποία οι Βρυξέλλες απλώς δεν έχουν καταφέρει να εξηγήσουν αποτελεσματικά τις πολιτικές τους. Ωστόσο, στα αποβιομηχανοποιημένα και βυθισμένα στην ύφεση μέρη της ηπείρου, το αίτημα για ηγέτες σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό: είναι ένα αίτημα για θυσία και αφοσίωση. Ο κόσμος περιμένει από τους ηγέτες να διακηρύξουν ότι είναι προσωπικά έτοιμοι να αναλάβουν το κόστος της κρίσης και να οικειοποιηθούν δημοσίως τις υποχρεώσεις προς τις κοινωνίες τους».
Άρα, ο λαϊκισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί μόνο με την αποκάλυψη των ψεμάτων και της απάτης των δημαγωγών/λαϊκιστών.
Χρειάζεται να σκύψουμε στα προβλήματα και τις αγωνίες ενός κόσμου που νιώθει στο περιθώριο, ταπεινωμένος από συμπεριφορές που του λένε ότι είναι άξιος της μοίρας του.
Αυτός ο κόσμος, όπως γράφει ο Μάικλ Σαντέλ στο υπέροχο βιβλίο του «Η τυραννία της αξίας», δεν μισεί τους άξιους και την αξιοκρατία. Μισεί εκείνες τις συμπεριφορές που του λένε ότι αφού δεν κατάφερε να πάρει υψηλή μόρφωση, μην περιμένει και πολλά ούτε καν τα στοιχειώδη.
Αυτή, πιστέψτε με, είναι μια συζήτηση που θα ήθελα πολύ να την κάνω με τον αγαπημένο φίλο και πολιτικό συνοδοιπόρο, το Νίκο από την Καρπερή Σερρών.
Ας είναι.
Πέρασαν κιόλας 10 χρόνια από τον αδόκητο χαμό του.
Ο Μαρσέλ Προυστ μιλώντας για τον χαμένο χρόνο, γράφει ότι ο χρόνος κερδίζεται με την επίγνωση της απώλειάς του, με την εγχάραξη του περάσματός του μέσα στη μνήμη.
Είμαστε αυτά που χάνουμε κι ο χαμένος χρόνος θα κερδηθεί όταν τον μετασχηματίσουμε μέσα μας σε μνήμη και αγάπη.