Μια ιστορία εκπαίδευσης- Μέρος 2ο
Γράφει ο Θεολόγης Ανδρονίδης
Είδαμε στο προηγούμενο σημείωμά μας ότι η ΗΠΑ προπορευόταν της Ευρώπης στα ποσοστά εκπαίδευσης των παιδιών καθόλη την διάρκεια του 19ου αιώνα. Δεν φθάνει μόνον αυτό. Το σημαντικότερο ήταν ότι η εκπαιδευτική πρόοδος των ΗΠΑ συνεχίσθηκε και κατά τον 20ο αι. και επεκτάθηκε και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Όταν η Ευρώπη κατακτούσε την καθολική πρωτοβάθμια εκπαίδευση οι Αμερικανοί πετύχαιναν την γενίκευση της δευτεροβάθμιας. Το 1920 οι μαθητές στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση ανερχόταν σε ποσοστό 30% των εφήβων ηλικίας μεταξύ 11 και 17 ετών , την δεκαετία του 1930 σε 40% -50% και την δεκαετία του 1950 σε 80%. Δηλαδή οι αμερικανοί με το κλείσιμο της δεκαετίας του 1960 πετύχαιναν σχεδόν την καθολική δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από την αντίπερα όχθη τα ποσοστά στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανερχόταν μεταξύ 20%-30% των εφήβων στην Βρετανία και στην Γαλλία ενώ στην Γερμανία στο 40%. Έπρεπε να έρθει η δεκαετία 1980-90 ώστε το ποσοστό να φθάσει το 80%. Στην Ιαπωνία το 1950 στην δευτεροβάθμια φοιτούν το 60% και το 1960 φθάνουν το 80%.
Το ανάλογο συμβαίνει και με τις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία.
1870 | 1910 | 1980-90 | |
ΗΠΑ | 0,7% | 1,4% | ~6% |
Γαλλία | 0,4% | 1% | ~6% |
Βρετανία | 0,2% | 0,7% | ~6% |
Το 1870 οι δαπάνες στις ΗΠΑ ανέρχονταν στο 0,7% του εθνικού εισοδήματος έναντι του 0,4% στην Γαλλία και 0,2% στην Βρετανία για να φθάσει το 1910 στο 1,4% στις ΗΠΑ , 1% στην Γαλλία και 0,7% στην Βρετανία. Για σύγκριση θα αναφέρουμε ότι το ποσοστό δαπανών για την παιδεία το 1980-2000 για τις ανεπτυγμένες χώρες ανέρχεται πλέον στο 6% (πλην Ελλάδας φυσικά !!!).
Ποια, όμως, ήταν η ανάγκη για αναβάθμιση της εκπαίδευσης;
Η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Η οποία έλαβε χώρα μεταξύ 1880-1940 και επεκτάθηκε στην ηλεκτρική ενέργεια, στην κλωστοϋφαντουργία, στην χημεία, στις οικιακές συσκευές, στο αυτοκίνητο κ.τ.λ.
Οι δεξιότητες των εργαζόμενων θα έχουν, πλέον, σημαντικότατο ρόλο στην μελλοντική οικονομική διαδικασία.Η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση είχε μεγαλύτερες απαιτήσεις ως προς την εκπαίδευση. Στη πρώτη βιομηχανική επανάσταση οι βιομηχανίες άνθρακα και κλωστοϋφαντουργίας είχαν ανάγκη ενός πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού που υπό την επίβλεψη αρχιεργατών και μιας μικρής μειοψηφίας επιχειρηματιών και μηχανικών έπρεπε να διαχειρίζεται τα καινούργια μηχανήματα και απλά να επιβλέπει τις διαδικασίες παραγωγής. Τα πράγματα, όμως, ήταν διαφορετικά στην δεύτερη βιομηχανική επανάσταση όπου πλέον είναι αναγκαίο ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού να είναι εγγράμματο έτσι ώστε να είναι ικανό να διαχειρίζεται τις διαδικασίες παραγωγής, από τεχνική και μαθηματική άποψη, να μπορεί να συμβουλεύετε εγχειρίδια χρήσεως του εξοπλισμού και να διαβάζει μηχανολογικά σχέδια κ.ά.
Η ΗΠΑ ήταν από τις πρώτες που αντιλήφθηκαν αυτές τις ανάγκες και γι΄ αυτό επένδυσαν στην εκπαίδευση. Σε σύγκριση αναφέρουμε την Βρετανία. Η Βρετανική κυβέρνηση προτιμούσε να πληρώνει στους κατόχους δημοσίου χρέους των ετών 1815 -1914, τόκους που ανερχόταν στο 2%-3% του εθνικού εισοδήματος, παρά να επενδύει στην δημόσια εκπαίδευση. Με άλλα λόγια προτιμούσε να δαπανά τεράστια ποσά στους ομολογιούχους, που κυρίως αποτελούνταν από τους έχοντες και κατέχοντες, το πλουσιότερο τμήμα της χώρας, παρά στην παιδεία εφαρμόζοντας μια τελείως ταξική πολιτική. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που οι ΗΠΑ κατάφεραν να φθάσουν και να υπερκεράσουν τους ευρωπαίους στην αλλαγή του αιώνα (19ος προς 20ο).