Μιλά στο «Σ.Θ.» για την 55χρονη παρουσία του στην αγορά
- Τι λέει για τον αστικό μύθο της σερραϊκής αγοράς
- Δεν ζήλεψε ποτέ να γίνει δημόσιος υπάλληλος δηλώνει
Του Δημητρίου Γ.Νάτσιου
Με παρουσία πάνω από μισό αιώνα στην αγορά των Σερρών ο επαγγελματίας Χρήστος Σούλης. Διδάχθηκε από μικρός την χρυσοχοΐα και δοκίμασε την τύχη του στο στίβο του επιχειρείν διατηρώντας χρυσοχοείο στο κέντρο της πόλης.
Φτάνοντας στη συνταξιοδότηση, διατηρεί το κατάστημά του και αναζητεί αγοραστή. Αποδέχθηκε την πρότασή μας να μας μιλήσει για την πορεία του, τον αστικό μύθο για τη σερραϊκή αγορά, την εποχή της (επίπλαστης;) ευημερίας, το δύσκολο τοπίο που έχει δημιουργηθεί εδώ και χρόνια για το στεγασμένο εμπόριο, τα διαρθρωτικά προβλήματα της αγοράς και την αδυναμία της πόλης των Σερρών να προσελκύσει περισσότερους επισκέπτες.
Με ευθύτητα και ειλικρίνεια καταθέτει τις απόψεις του, με την αμεσότητα που πάντα τον διέκρινε.
Συνταξιοδοτηθήκατε κ. Σούλη. Μιλήστε μας για την ιστορία του καταστήματός σας, πότε άνοιξε και για πόσα χρόνια λειτουργεί;
Το κατάστημα άνοιξε το Μάιο του 1967. Με κάλεσαν λόγω της χούντας να παρουσιαστώ και να κλείσω το κατάστημα. Επειδή ήμουν προστάτης οικογένειας, γύρισα πίσω και συνέχισα την επαγγελματική μου δραστηριότητα.
Είμαι παιδί ορφανό και φτωχό, ήμουν ταυτισμένος με το τραγούδι και επειδή ήμουν αρκετά γνωστός, άνοιξα το χρυσοχοείο δειλά- δειλά με λίγα πράγματα, λουράκια, λίγα ξυπνητήρια, ελάχιστα πράγματα για χρυσοχοείο. Το πρώτο μου κατάστημα ήταν στην οδό Τσαλοπούλου και σιγά- σιγά άρχισα να ανεβαίνω, λόγω των γνωριμιών που είχα.
Ευχαριστώ τους πιστωτές μου, πίστευαν στην ακεραιότητα μου. Πιθανόν να διέκριναν ότι είμαι ανερχόμενος , ήμουν μικρός 22 ετών τότε. Ακολούθως μετακόμισα το κατάστημα μου στην οδό Μεραρχίας το 1980.
Τότε άρχισε ο «χρυσός αιώνας του Περικλή», θα σας έλεγα μεταφορικά. Η αγορά ήταν σε πλήρη ανάπτυξη.
Δούλευαν όλα τα επαγγέλματα, το τι χρήματα έπεφταν στην αγορά, δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Στον Αρραβώνα κλειδώναμε το μαγαζί γιατί έρχονταν 20 άτομα και τα δυο συμπεθέρια και προχωρούσαν σε αγορές. Αυτή η κατάσταση υπήρχε μέχρι το 1995 με 1998. Μέσα σ αυτό το κλίμα, όσοι επαγγελματίες δεν ήταν φρόνιμοι, ήταν άτακτοι, δηλαδή είχαν εμπλοκή με καζίνο, μπουζούκια και άλλα, όπως πολυτελή ταξίδια, αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα. Ήμουν από τους φρόνιμους ευτυχώς.
Το δικό μας επάγγελμα πουλά είδη πολυτελείας και αυτά τα επαγγέλματα ευδοκιμούν σε πλούσιες χώρες.
Μια ζωή στην αγορά, τι εμπειρίες αποκομίσατε, τι διδαχθήκατε σχετικά με τη λειτουργία της, αλλά και για τις ανθρώπινες σχέσεις. Μιλήστε μας γι αυτή τη διαδρομή, άλλαξαν τόσα πολλά μέσα σ αυτά τα χρόνια.
Η αγορά είναι μεγάλη πείρα. Η αγορά είναι ένα μωσαϊκό, ακούς και βλέπεις πολλά.
Οι σχέσεις μου με τους πελάτες και τους ανθρώπους ήταν πολύ καλές και συνεχίζουν να είναι. Το γεγονός ότι είμαι 55 χρόνια σε κατάστημα αυτό τα λέει όλα. Πληροφορήθηκαν ότι βγήκα στη σύνταξη και θέλω να κλείσω το μαγαζί και βλέπω στα μάτια τους ότι αυτό τους λυπεί. Θέλω να πιστεύω ότι μέσα στη διαδρομή μου δεν αδίκησα κανέναν και αν αδίκησα κάποιον, θέλω να του ζητήσω συγνώμη γιατί θα έγινε άθελα, δεν ήθελα να τον αδικήσω.
Τι να πρωτοθυμηθώ, τις εποχές που τα χωριά μας έσφυζαν από ζωή, υπήρχε δουλειά και έρχονταν οι αγρότες να κάνουν τις αγορές τους την περίοδο των εορτών. Την ίδια περίοδο πολλά χρήματα είχε και ο δημοσιοϋπαλληλικός κόσμος με τα δώρα των Χριστουγέννων και του Πάσχα, υπήρχε οικονομική άνθηση.
Θυμάμαι ότι οι επαγγελματίες συναγωνίζονταν ποιος θα έχει κατάστημα στην οδό Ερμού, έδιναν αέρα για να μισθώσουν καταστήματα. Τώρα βλέπω την Ερμού να βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση και αυτή η αντίθεση σου προκαλεί θλίψη, στεναχώρια.
Με την ευκαιρία των εορτών υπήρχε ένας αστικός μύθος πως την περίοδο Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς και των εκπτώσεων που ακολουθούν τα καταστήματα των Σερρών κάνουν το 50% του ετήσιου τζίρου τους. Πόσο αληθινός είναι;
Έτσι είναι ακριβώς, όπως το λέτε και ισχύει για όλα τα καταστήματα. Υπήρχε φοβερή κινητικότητα στα καταστήματα. Όμως αυτό ίσχυε στο παρελθόν. Τα τελευταία χρόνια τα Χριστούγεννα και την περίοδο των γιορτών η κατάσταση είναι δραματική.
Όλοι οι έμποροι βλέπουμε μεγάλο σκοτάδι, παλιότερα βλέπαμε κάποιο φώς.
Υπάρχουν καταστήματα που μου λένε: “τρείς μέρες δεν κάναμε σεφτέ”. Και τώρα τα Χριστούγεννα δεν περιμένουμε πολλά πράγματα.
Και την Black Friday δεν είχαμε τίποτε. Η κατάσταση αυτή έχει αναγκάσει τους εμπόρους να κάνουν εκπτώσεις όλο το χρόνο 50%.
Με τι κίνητρο να έρθει ο πελάτης, όταν θα έχει έκπτωση 80%; Δεν πέφτει τόσο χαμηλά ο επαγγελματίας.
Σήμερα πολλοί χώροι καταστημάτων στην αγορά των Σερρών είναι κλειστοί, χωρίς να υπάρχουν ενδιαφερόμενοι ενοικιαστές. Πώς βλέπετε αυτήν την κατάσταση, ποια τα αίτιά της; Φταίνε μόνο η οικονομική και υγειονομική κρίση που προηγήθηκαν ή υπάρχουν διαρθρωτικά προβλήματα στην αγορά μας και δυσκολεύεται να σταθεί στη σημερινή εποχή;
Ο Χρήστος Σούλης δεξιά με τον δημοσιογράφο Δημήτρη Νάτσιο.
Τα καταστήματα, οι επιχειρήσεις κλείνουν γιατί δεν υπάρχει δουλειά. Δεν υπάρχει εισόδημα στον κόσμο να διατηρήσει μία επιχείρηση. Μοιραία συμβαίνει αυτό που όλοι βλέπουμε.
Το εμπόριο γενικά κτυπήθηκε από πολλούς παράγοντες με πρώτο το ηλεκτρονικό εμπόριο. Όταν διαβάζω στην εφημερίδα ότι το 2023 έγιναν 4 δις αγορές μέσω του ίντερνετ, αυτά τα χρήματα θα έπεφταν στην αγορά.
Σταμάτησα τρείς αντιπροσώπους που έπαιρνα ωρολόγια. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Ήρθε ένας νεαρός να του μικρύνω το ρολόι του, μάρκας που ήμουν αντιπρόσωπος. Τέτοιο ρολόι είχα και εγώ. Τον ρώτησα από πού το πήρε και πόσο. Μου είπε 135 ευρώ, από το ίντερνετ. Ήταν ίδιο με το δικό μου, που είχε 380 και 235 ευρώ αγορά. Νόμιζα ότι θα είναι μαϊμού. Το άνοιξα και ήταν ίδιο με το δικό μου. Το περιστατικό αυτό ήταν ένα καρφί για μένα.
Φυσικά θα προτιμήσουν το ηλεκτρονικό εμπόριο οι πελάτες, όταν εγώ έχω το ρολόι αυτό 380. Την άλλη μέρα πήρα στην Αθήνα και τους ενημέρωσα να μην έρθει ξανά ο αντιπρόσωπός τους στο κατάστημά μου. Τους «ξίνισε» η θέση μου, αλλά τους εξήγησα ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό.
Με το ηλεκτρονικό εμπόριο γινόμαστε ρεζίλι.
Αυτή τη γενική στροφή σε καταστήματα εστίασης, πώς τη σχολιάζετε; Η πόλη μας ένα απέραντο καφενείο.
Η καφετέρια είναι η πιο φθηνή λύση για τον άνθρωπο. Δεν είναι καλή η εικόνα αυτή, δεν μας τιμά. Για να σταθούν τόσα καταστήματα αυτού του αντικεμένου, πρέπει να υπάρχει ξένος κόσμος. Δυστυχώς η πόλη μας δεν μπορεί να γίνει τουριστική. Στη Δράμα και στα Τρίκαλα υπάρχουν αυτοί οι χριστουγεννιάτικοι θεσμοί, εμείς εδώ είχαμε μία δράση, «Το Δένδρο της Αγάπης», που δημιουργούσε μία πρόσθετη κίνηση και αυτή πολεμήθηκε με κατηγορίες και έτσι σταμάτησε αυτό το μικρό πανηγύρι που γινόταν κάθε χρόνο τέτοια περίοδο στο κέντρο της πόλης.
Η πόλη μπορεί να γίνει ελκυστική μόνο με τέτοιες δράσεις, γιατί δεν έχουμε θάλασσα να φέρουμε τον τουρίστα στις Σέρρες. Εμείς θέλουμε να φέρουμε ξένο κόσμο κυρίως άλλες εποχές, πέραν του καλοκαιριού, με τέτοιες δράσεις. Κόσμο φέρνει μόνο το Αυτοκινητοδρόμιο, είναι μία μικρή αχτίδα ανάπτυξης. Άξιοι όσοι το σκέφθηκαν και το υλοποίησαν.
Πρέπει οι φορείς να τονώνουν την κίνηση με δράσεις που θα φέρουν νέους καταναλωτές στην αγορά.
Εμείς όμως αδυνατούμε να φέρουμε Βούλγαρους και Ρουμάνους που έρχονται το καλοκαίρι και επισκέπτονται τα παράλια Σερρών και Καβάλας;
Έχετε δίκαιο, κάποια στιγμή είχαμε αρκετούς επισκέπτες Βούλγαρους και Ρουμάνους, μιλώ πριν 20 χρόνια. Μάλιστα κάθισα και έμαθα Βουλγάρικα για να συνεννοούμαστε με τους πελάτες. Μάλιστα αυτοί οι Βούλγαροι μού έφεραν και πελάτες.
Τώρα δεν έρχονται Βούλγαροι στην πόλη, κινούνται από τον περιφερειακό και στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχει πολύ χρήμα στη Βουλγαρία, το έχουν ορισμένοι άνθρωποι και απορούμε πώς. Κάποτε είχαν μόνο αυτοκίνητα Λάντα και σήμερα βλέπουμε τους Βουλγάρους με πολυτελή αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού και ντρεπόμαστε.
Πώς είναι να βιώνει κανείς μια ζωή το επιχειρηματικό ρίσκο; Σας πέρασε ποτέ από το μυαλό, ζηλέψατε να γινόσαστε δημόσιος υπάλληλος;
Καμία φορά δε ζήλεψα να γίνω δημόσιος Υπάλληλος. Είμαι ταπεινός και ειλικρινής, δεν πήγα Γυμνάσιο. Ήμουν ορφανός. Όταν αποφοίτησα από το Δημοτικό η εγγραφή μου ήταν 150 δραχμές στο Γυμνάσιο. Είχα και τρείς αδελφές. Η μητέρα μου δεν είχε αυτά τα χρήματα για να με γράψει στο Γυμνάσιο. Κρατικό ήταν το σχολείο αλλά είχε εγγραφή 150 δραχμές, ελάχιστο ποσό βέβαια, αλλά η μάνα μου έπαιρνε 250 δραχμές σύνταξη. Τι να κοιτάξει, τις αδελφές μου, εμένα; Ο δάσκαλός μου είπε στη μητέρα μου: Κυρία Πολυξένη δεν θα στείλεις αυτό το παιδί στο Γυμνάσιο;
Τέλος πάντων η εξέλιξη αυτή με ευνόησε, γιατί πήγα στο εργαστήριο του Περδικίδη, έμαθα την τέχνη και σιγά σιγά άνοιξα το δικό μου κατάστημα. Εργάστηκα 12 χρόνια στο εργαστήριο του Περδικίδη. Δουλεύαμε 15 άτομα εκείνη την εποχή. Ήμουν σχετικός με τη χρυσοχοΐα, δεν ήμουν άσχετος και αυτό με βοήθησε πολύ στη συνέχεια.