Γράφει ο Θεολόγης Ανδρονίδης
Χαλκός
Οι απαρχές του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού συμπίπτουν με τα τέλη της εποχής του χαλκού και των κραμάτων του. Ο χαλκός και το κράμα του με κασσίτερο (κρατέρωμα) αποτέλεσε το κύριο υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων κατά την εποχή του τρωικού πολέμου. Σήμερα το κράμα με τον κασσίτερο το αποκαλούμε μπρούντζο ενώ εκείνο με τον ψευδάργυρο, ορείχαλκο. Ο χαλκός αναφέρεται στην Ιλιάδα 128 φορές έναντι μόνον 23 του σιδήρου ενώ στην Οδύσσεια 28 φορές ο χαλκός και 22 ο σίδηρος, (ίσως μια ένδειξη της μεγάλης χρονικής διαφοράς των δυο επών, και ίσως ακόμη ένα επιχείρημα των υποστηρικτών του διαφορετικού δημιουργού).
Ο χαλκός συναντάται είτε αυτοφυής είτε υπό μορφή αλάτων, κυρίως ανθρακικών και θειούχων. Κατά την εποχή εκείνη, δηλαδή προ του 1.000 πΧ, βρισκόταν αυτοφυής σε σημαντικές ποσότητες. Είναι πλαστικός και με σφυρηλάτηση εκτείνεται χωρίς να θραυτεί. Όταν μάλιστα τον θερμάνουμε κατεργάζεται ευκολότερα. Σε θερμοκρασίες πάνω από 700οC αρχίζει και τήκεται και με ειδικά εκμαγεία παίρνει το επιθυμητό σχήμα. Εάν πάλι κατεργασθεί εν ψυχρώ αποκτά μεγάλη σκληρότητα. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος κατάπληκτος ανακαλύπτει την δυνατότητα να εξαχθεί χαλκός από τις πέτρες σε υψηλή, φυσικά, θερμοκρασία.
Οι πέτρες αυτές ήταν πλούσια μεταλλεύματα οξειδωμένου χαλκού και με τήξη και αναγωγή έρεε ο απαστράπτων χαλκός. Η πειραματική αρχαιολογία έχει αποδείξει ότι ήταν δυνατόν να επιτευχθεί η αναγωγή του σε μικρά καμίνια από πέτρες, ξυλάνθρακα και χρήση χειροκίνητων δερμάτινων φυσητήρων. Η θερμοκρασία έφτανε τους 10630 C, θερμοκρασία τήξης του χαλκού . Με αυτόν τον τρόπο παραγόταν στα μέρη που δεν ήταν αυτοφυής.
Και πάλι τυχαία ο άνθρωπος ανακαλύπτει ότι ο χαλκός αν αναμειχθεί με κασσίτερο αποκτά ανώτερες μηχανικές ιδιότητες και έτσι προκύπτει το κρατέρωμα, ο μπρούντζος, 10 μέρη χαλκού και 1 κασσίτερος. Είναι πολύ σκληρότερος του χαλκού και μπορούσε να σφυρηλατηθεί και να γίνει εργαλεία και όπλα. Ταχύτατα αντικαθιστά τον χαλκό και εισάγει τον άνθρωπο της Μεσογείου στην εποχή του κρατερώματος, μια εποχή που διαρκεί από το 3000 πΧ έως το 1000 πΧ. Τα όπλα των Ελλήνων και των Τρώων αλλά και των πρώτων Ρωμαίων είναι από κρατέρωμα.
Τα παλαιότερα μεταλλεία στον ελλαδικό χώρο έχουν βρεθεί στον Άγιο Σώστη της Σίφνου και χρονολογούνται στην τελευταία φάση της Νεολιθικής εποχής. Στην Αίγινα ανακαλύφθηκε ένα εργαστήριο μετάλλων, μέσα στο οποίο υπήρχε κτιστό χυτήριο για την τήξη του χαλκού που χρονολογείται περίπου στα 2300 πΧ. Μεγάλο μεταλλευτικό κέντρο αναδεικνύεται, επίσης, το Λαύριο.
Η Λέξη Cuprum είναι το όνομα του χαλκού στα λατινικά από όπου πήρε και το διεθνές του σύμβολο στη Χημεία (Cu). Προέρχεται από το Aes Cyprium. Ο λατινικός όρος για τον χαλκό είναι Aes –Aeris αλλά την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μπορούσε να αγοράσει κανείς χαλκό από διάφορες περιοχές και επομένως η προέλευση του μετάλλου έπρεπε να προσδιοριστεί. Το Aes Cyprium ήταν ο χαλκός από την Κύπρο. Αργότερο ο όρος συντομεύτηκε σε Cyprium και σταδιακά άλλαξε σε Cuprum και έδωσε την ονομασία του χαλκού στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες : copper στα αγγλικά, cuivre στα γαλλικά , cobre στα ισπανικά και Kupfer στα γερμανικά. Ακόμη και σήμερα η Κύπρος θεωρείται μία από τις πλουσιότερες περιοχές σε χαλκό. Επιπλέον το έδαφος είναι κατάλληλο για την ανάπτυξη κωνοφόρων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί η μεταλλευτική βιομηχανία απαιτεί τεράστιες ποσότητες καύσιμης ύλης, δηλαδή ξυλάνθρακα, και θα μπορούσε η μεταλλουργία του να οδηγήσει σε ερήμωση μιας περιοχής.
Αν και η Κύπρος ήταν σημαντική πηγή χαλκού κατά την αρχαιότητα η μεταλλευτική βιομηχανία αναπτύσσεται αργά εξαιτίας του τύπου των ορυκτών της : είναι ως επί το πλείστον θειούχα και η εξαγωγή του μετάλλου είναι πολύπλοκη.
Η Περίοδος της ύστερης Χαλκοκρατίας στην Κύπρο αρχίζει το 1600 και τελειώνει 1050 πΧ. Είναι η εποχή του Τρωικού πολέμου. Τότε ανακαλύφθηκαν οι φυσητήρες με ακροφύσια και βελτιώθηκε το σχήμα των καμίνων με αποτέλεσμα την επίτευξη υψηλοτέρων θερμοκρασιών και πιο αναγωγικών συνθηκών. Επίσης ξεκίνησε η συστηματική χρήση συλλιπασμάτων που οδήγησε στον καλύτερο διαχωρισμό του μετάλλου. Και τέλος αναπτύσσεται η απαραίτητη τεχνογνωσία για την εξαγωγή χαλκού από θειούχα μεταλλεύματα. Τότε μόνον εκτινάσσεται στα ύψη η παραγωγή του Aes Cyprium, του Κυπριακού Χαλκού.
Για τους σκοπούς του εμπορίου το μέταλλο έπρεπε να μετατραπεί σε τάλαντα, δηλαδή σε μονάδες σταθερού βάρους και σχήματος. Τα τάλαντα τα συναντάμε σε 3 τύπους : τάλαντα σε σχήμα δοράς βοδιού, σε δισκοειδή και σε ελλειψοειδή. Τα πιο γνωστά είναι τα πρώτα, τα οποία είναι επίπεδα και μακρόστενα και ζυγίζουν 20-29 κιλά αν και τα περισσότερα είναι περίπου 25 κιλά. Τα τάλαντα σε σχήμα δοράς βοδιού εμφανίζονται τον 16ο πΧ αιώνα και εξαφανίζονται μετά τον 11ο πΧ αιώνα. Έχουν βρεθεί σχεδόν σε όλη την Μεσόγειο στη δε Φαιστό ένα, βάρους 30 κιλών.
(συνεχίζεται)