Δραματική παρουσίαση των συνταρακτικών γεγονότων της απελευθέρωσης του νομού από την βουλγαρική κατοχή
Μεταξύ των ομιλητών, στην ημερίδα που διοργάνωσε το Αριστοτέλειο εκπαιδευτήριο για τα 110 χρόνια από την απελευθέρωση των Σερρών, ήταν ο ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας Βασίλειος Νικόλτσιος Ο ομιλητής, βαθύς γνώστης της ιστορίας μας, έκανε μια παραστατική παρουσίαση των συνταρακτικών γεγονότων της εποχής που συγκίνησε το ακροατήριο.
Εμμέσως έκανε φανερή την επιτακτική ανάγκη να διδαχτούμε όλοι και κυρίως οι νέοι μας την δραματική τοπική μας ιστορία.
Ο Β. Νικόλτσιος ξεκίνησε την ομιλία του με μια γενική αναφορά στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Στις 22 Οκτωβρίου 1912, Έλληνες πρόσκοποι, (στρατιωτικό σώμα από εθελοντές απόμαχους του Μακεδονικού Αγώνα), απελευθέρωσαν την πόλη της Νιγρίτας από τους Οθωμανούς και εγκατέστησαν σ’ αυτή ελληνικές αρχές.
Με το ξέσπασμα του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, στις 16 Ιουνίου 1913, η Νιγρίτα καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, που ενήργησαν αστραπιαία και ανάγκασαν την 7η Μεραρχία, διοικητής της οποίας ήταν ο συνταγματάρχης Μηχανικού Ναπολέων Σωτήλης, που την υπερασπιζόταν να υποχωρήσει νοτιότερα, για να μην κυκλωθεί. Η αντίδραση του ελληνικού στρατού ήταν άμεση. Το πρωί της 19ης Ιουνίου, η 7η Μεραρχία ξεκίνησε με κατεύθυνση τη Νιγρίτα. Αποτελούσε το άκρο δεξιό του ελληνικού στρατού, που είχε εξαπολύσει την ίδια ημέρα την επίθεση στην κύρια αμυντική γραμμή των Βουλγάρων στον άξονα Καλινόβου – Κιλκίς – Λαχανά.
Το πρωί της 20ης Ιουνίου, τα πρώτα τμήματα της 7ης Μεραρχίας εισήλθαν στη Νιγρίτα, την οποία όμως οι Βούλγαροι κατέστρεψαν προτού αποχωρήσουν, προχωρώντας σε πυρπολήσεις οικιών και σφαγές του αμάχου πληθυσμού. «Ότε ο συνταγματάρχης Σωτήλης, κατόπιν επιτυχούς μάχης προς τον εχθρόν, εισήλθεν εις την Νιγρίταν εύρε την μέχρι προ ολίγου ευημερούσαν πόλην μεταμορφωμένη εις καπνίζοντα ερείπια και σφαγείον. Εκ των 1450 οικιών της 49 μόνον απέμειναν ιστάμεναι. Πανταχού έκειντο χαμαί πτώματα κρεουργημένα και απηνθρακωμένα των σφαγέντων κατοίκων της. Κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς «περισσότεροι από 400 κάτοικοι εφονεύθησαν υπό του βουλγαρικού στρατού προ της υποχωρήσεώς του», έγραψε ο απεσταλμένος των Τάιμς του Λονδίνου, Κρόφορντ Πράις, για τις βουλγαρικές ωμότητες στη Νιγρίτα.
Ήταν το προανάκρουσμα για το τι θα επικρατούσε στις Σέρρες μία εβδομάδα αργότερα…
Οι Βούλγαροι, μόλις πληροφορήθηκαν την ήττα τους στις Μάχες του Κιλκίς και Λαχανά, ανησύχησαν μήπως οι κάτοικοι των Σερρών εξεγερθούν. Η πόλη έμοιαζε με νεκρόπολη, οι Σερραίοι περνούσαν νύχτες αγωνίας, διότι δεν ήξεραν τι τους περίμενε από στιγμή σε στιγμή. Ο βουλγαρικός στρατός συνέλαβε 50 από αυτούς και τους θανάτωσε με απάνθρωπο τρόπο πριν αποχωρήσει. Είχε διαταγή, αν είναι να χάσουν την πόλη των Σερρών, έπρεπε να την καταστρέψουν. Η ελληνική πολιτοφυλακή οπλίστηκε από τις βουλγαρικές αποθήκες που βρήκαν αφύλακτες και ενισχύθηκε με Οθωμανούς κατοίκους των Σερρών. Στις 24 Ιουνίου του 1913 μόνο 2 διμοιρίες πεζικού από το τάγμα του Μαζαράκη είχαν φτάσει στις Σέρρες για να ενισχύσουν την πολιτοφυλακή. Στις 28 Ιουνίου ξεκίνησαν οι κύριες συμπλοκές μεταξύ του εχθρού και της πολιτοφυλακής της πόλεως. Οι Βούλγαροι χτυπούσαν με το πυροβολικό τους σκόρπιζαν τον πανικό στην πόλη των Σερρών. Το θέαμα ήταν τραγικό. Γυναικόπαιδα έτρεχαν ξυπόλητα προς κάθε κατεύθυνση. Καπνοί και φλόγες έβγαιναν από παντού. Η κόλαση είχε μεταφερθεί μέσα στις Σέρρες. Έξω από την πόλη 150 πρόσκοποι, προσπαθούσαν να εμψυχώσουν τους κατοίκους που έφευγαν προς κάθε κατεύθυνση. Συγχρόνως, όμως, άρχισαν να υψώνονται νέφη καπνού από την ανατολική πλευρά της πόλης. Είχε αρχίσει η πυρπόληση των Σερρών. Βούλγαροι αξιωματικοί και στρατιώτες με τη χρήση πετρελαίου και δυναμίτιδας πυρπολούσαν το ένα μετά το άλλο σπίτια και καταστήματα στην ελληνική συνοικία, αφού πρώτα τα λεηλάτησαν. Το απόγευμα έφθασε στις Σέρρες η 7η μεραρχία, αλλά η πόλη καίγονταν και ο σφοδρός άνεμος ήταν αρωγός της φωτιάς. Οι κομιτατζήδες, πρωτεργάτες της καταστροφής εισέρχονταν στις οικίες ατιμάζοντας γυναίκες και σφάζοντας γέρους και παιδιά. Σε λίγες ώρες η πλούσια πόλη των 30.000 κατοίκων κατέληξε σωρός ερειπίων. 1.400 οικίες και 1.000 καταστήματα καταστράφηκαν.
Μέσα από τις φλόγες και τους καπνούς ξεπήδησε η ελευθερία των Σερρών το βράδυ της 28ης Ιουνίου. Μετά από 530 χρόνια σκλαβιάς προέβαλε επιτέλους ελευθερία. Το πρωί της επομένης έφτασε στην πόλη και ο μέραρχος της 7ης Μεραρχίας. Μαζί του επέστρεψαν και οι κάτοικοι των Σερρών για να αντιμετωπίσουν καμένες οικίες, χολέρα, και πείνα. Οι Βούλγαροι φρόντισαν να δολοφονήσουν με φριχτό τρόπο τους ομήρους που είχαν πάρει μαζί τους, μεταξύ τους τον γιατρό Αναστάσιο Χρυσάφη και τον γυμνασιάρχη Παπαπαύλου.
Σε ό,τι αφορά την απελευθέρωση της Ηράκλειας- τότε Τζουμαγιάς, έπρεπε και αυτή να ζήσει δύσκολες ώρες. Την 23η Ιουνίου πολυπληθής βουλγαρικός στρατός περικύκλωσε τη Τζουμαγιά και ενήργησε αυστηρότατη έρευνα των οικιών, ατιμάζοντας και βασανίζοντας τις γυναίκες, προκειμένου να φανερώσουν που είχαν κρυφτεί οι άνδρες, τους οποίους ήθελαν να δολοφονήσουν. Αφού δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν τα υποψήφια θύματά τους μετέβησαν στην αγορά και λεηλάτησαν τα καταστήματα. Όσα δεν μπόρεσαν να αποκομίσουν τα κατέστρεφαν και τα διασκόρπιζαν στη γη. Αληθινές λίμνες σχηματίστηκαν από τα λάδια και τα ποτά που χύθηκαν στη γη. Επί 5 μέρες οι δυστυχείς κάτοικοι της Τζουμαγιάς έζησαν τα πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας. Αποχωρώντας σκότωσαν με πυροβολισμούς και λογχισμούς περισσότερους από 10 κατοίκους. Το πρωί της επόμενης μέρας εμφανίστηκαν στη Τζουμαγιά 40 περίπου Βούλγαροι ιππείς και σκότωσαν άλλους 4 κατοίκους, συνέχισαν τη λεηλασία της αγοράς και επανέλαβαν την έρευνα και τις κακοποιήσεις στις γυναίκες που έβρισκαν στις οικίες. Την επομένη Τρίτη 25η Ιουνίου επανήλθαν οι ίδιοι ιππείς και εισερχόμενοι στις οικίες έσκιζαν τα φορέματα των γυναικών αναζητώντας τα φλουριά που κατείχαν ως γαμήλια δώρα. Η ατίμωση γυναικών, οι ληστείες και οι δολοφονίες συνεχίστηκαν μέχρι το μεσημέρι της 27ης Ιουνίου. Αποχώρησαν όταν ειδοποιήθηκαν ότι πλησιάζει στη Τζουμαγιά ελληνικός στρατός.
Ο βουλγαρικός στρατός υποχωρώντας από τις Σέρρες και την Τζουμαγιά προς τα παλιά βουλγαρικά σύνορα ηττήθηκε στη Μάχη της Βέτρινας που έκρινε και την τύχη του Σιδηροκάστρου. Οι Βούλγαροι πριν αποχωρήσουν από το Σιδηρόκαστρο συνέλαβαν στις 25 Ιουνίου 1913 τον Μητροπολίτη Μελενίκου και Σιδηροκάστρου Κωνσταντίνο Ασημιάδη, τον πρωθιερέα Σταύρο και τον πρόκριτο Θωμά Παπαχαριζάνο και τους κατακρεούργησαν μαζί με 100 κατοίκους του Σιδηροκάστρου. Έσυραν τα σώματα του Μητροπολίτη και των άλλων εκτελεσθέντων και τα έριξαν σε λάκκο με ασβέστη. Επίσης ο βουλγαρικός κατοχικός στρατός, πριν αποχωρήσει, προέβη και εδώ σε ατιμώσεις γυναικών, καταστροφές οικιών και καταστημάτων Ελλήνων και ληστείες συνοδευόμενες από άσκηση βίας, αφήνοντας πίσω εικόνα καταστροφής και φόβου. Ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που μπήκε στο Σιδηρόκαστρο ήταν ο μετέπειτα δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος. Αντίκρισε τον τρόμο και την αλλοφροσύνη στα πρόσωπα όσων επέζησαν και δεν μπορούσαν να αφηγηθούν όσα έγινα τις τελευταίες ώρες, πριν αποχωρίσουν οι Βούλγαροι.
Ειδικά για μας τους Σερραίους οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είναι η κορυφαία στιγμή της ιστορίας μας, είναι το δικό μας 1821.
Ο κ. Νικόλτσιος έκλεισε την ομιλία του, παρουσιάζοντας τα επιτεύγματα του Ελληνικού Στρατού του 1912 και κάλεσε όλους τους Έλληνες να αγωνιστούν μαζί, προκειμένου να ξεπεραστούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας.
Βιογραφικό σημείωμα για τον Β. Νικόλτσιο
Γεννήθηκε στην Ηράκλεια Σερρών. Αποφοίτησε από το Φαρμακευτικό τμήμα της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων και αποστρατεύτηκε το 2002, με αίτησή του, με το βαθμό του Συνταγματάρχη Φαρμακοποιού ε.α.
Για περισσότερα από 40 χρόνια ασχολείται με την ιστορική έρευνα, απόκτηση, καταγραφή, φύλαξη, τεκμηρίωση, έρευνα, ερμηνεία, έκθεση και προβολή ιστορικού υλικού. Έχει στην κατοχή του περισσότερα από 20.000 ιστορικά κειμήλια της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας, τα οποία εκτίθενται και με τα οποία έχει οργανώσει περισσότερες από 240 ιστορικές περιοδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το κύριο μέρος της συλλογής του εκτίθεται στο Πολεμικό Μουσείο / Παράρτημα Θεσσαλονίκης και το υπόλοιπο σε δεκατέσσερα άλλα ιστορικά μουσεία και εκθεσιακούς χώρους της Ελλάδας.
Για περισσότερα από 25 χρόνια ασχολείται με τη Μουσειολογία. Με διαταγή του ΓΕΣ εργάστηκε για την αναβάθμιση όλων των Στρατιωτικών Μουσείων της χώρας και για το σχεδιασμό και τη δημιουργία νέων Στρατιωτικών Μουσείων. Έχει επίσης εργαστεί για τη δημιουργία ιδιωτικών μουσείων σε όλη την Ελλάδα.
Είναι συγγραφέας δεκαοκτώ ιστορικών έργων, που έχουν σχέση με τη Νεώτερη Ελληνική Ιστορία. Το 2007 δημιούργησε τον εκδοτικό οίκο Λόγος και Εικόνα. Το 2019 το βιβλίο του με τίτλο Ρούπελ, το οχυρό της αντίστασης, της αξιοπρέπειας, του ηρωισμού , βραβεύτηκε με Έπαινο από την Ακαδημία Αθηνών. Ασχολείται επίσης ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και τη γλυπτική.
Από το 2002 έως το 2013 εργάστηκε στο Φαρμακείο του στη Θεσσαλονίκη και παράλληλα ήταν για 15 χρόνια διευθυντής του Ιδρύματος του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Διετέλεσε από το 2004 έως το 2013 Αντιπρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και Αντιπρόεδρος και ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού Φαρμακευτικού Μουσείου. Από το 2013 είναι διευθυντής του Ελληνικού Φαρμακευτικού Μουσείου. Από τον Ιούλιο του 2016 μέχρι τον Μάιο του 2022 ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού/τμήματος Θεσσαλονίκης.
Το 2014 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Αριστείας της Τιμής, για εξαίρετες υπηρεσίες προς την Πατρίδα. Το ίδιο έτος παρασημοφορήθηκε από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας με το Σταυρό Αξίας και Τιμής, Α’ τάξεως, για διακεκριμένες υπηρεσίες προς τις Ένοπλες Δυνάμεις και την Πατρίδα.
To 2016 του απονεμήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, το Οφίκιο του Άρχοντα «Κουροπαλάτη» της Ιεράς Μητροπόλεως Χαλκηδόνος. Από τον Δεκέμβριο του 2018 είναι Σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών.
Είναι παντρεμένος με τη Φαρμακοποιό Αναστασία Χαδιά και έχουν τρεις γιους.