Ο δημοσιογράφος που στα 52 του χρόνια έγινε διανομέας έτοιμου φαγητού, απελευθερωμένος καταθέτει με τόλμη τις απόψεις του στο «Σ.Θ.»
- Συνέντευξη αποτίμηση της δημοσιογραφικής του διαδρομής στον Τύπο
- «Δεν προχωρούν τα συνεργατικά σχήματα στον Τύπο της Θεσσαλονίκης, γιατί όλοι θέλουν να είναι διευθυντές και να κάνουν τα παιχνίδια τους», τονίζει
Toυ Δημητρίου Γ. Νάτσιου
Μία αποκαλυπτική συνέντευξη- αποτίμηση της πολύχρονης δημοσιογραφικής του διαδρομής, παραχώρησε στο «Σ.Θ.» ο δημοσιογράφος Σάκης Αποστολάκης.
Η πρόσφατη εξομολόγηση του, στα μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, για την μεταπήδησή του από τη δημοσιογραφία- ύστερα από ευδόκιμη παρουσία 35 ετών– στο επάγγελμα του διανομέα ετοίμων φαγητών, συγκλόνισε όσους έχουν σχέση με τον Τύπο.
Αυτό στάθηκε και το ερέθισμα, η αφορμή να τον αναζητήσουμε και να απαντήσει στα ερωτήματά μας.
Θυμάται τα χρόνια της δημοσιογραφικής ακμής, όταν βρέθηκε στα 18 του χρόνια στην «Ελευθεροτυπία», τότε που τα ανταποκριτικά γραφεία των ημερησίων εφημερίδων στη Θεσσαλονίκη αποτελούνταν από πολυμελή σχήματα.
Με θαυμασμό αναφέρεται στους παλιούς δημοσιογράφους στην «Ελευθεροτυπία» – τους δασκάλους του- που είχαν ως προμετωπίδα τη δημοσιογραφική δεοντολογία και όχι τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Χρεώνει στη δημοσιογραφική Θεσσαλονίκη την ευθύνη γιατί δεν απέκτησε η πόλη ένα ισχυρό καθημερινό φύλλο και υποστηρίζει ότι οι δημοσιογράφοι απώλεσαν το σεβασμό της κοινωνίας επειδή μεταβλήθηκαν σε χειροκροτητές της εξουσίας.
Χαρακτηρίζει το μιντιακό περιβάλλον «γαλέρα και μαστίγιο» και, από προσωπική πείρα, αναφέρει ότι ο εγωισμός και τα προσωπικά συμφέρονται στέκονται εμπόδιο για τη δημιουργία και την ευδοκίμηση συνεργατικών σχημάτων.
Ξεκινήσατε τη δημοσιογραφία την περίοδο της μεγάλης ακμής, λίγο πριν την έκρηξη της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Ποιο το ερέθισμα για τη ενασχόλησή σας και ποιές ήταν οι συνθήκες δουλειάς την εποχή εκείνη (1985-1990);
Η ενασχόλησή μου με τη δημοσιογραφία ξεκίνησε εντελώς τυχαία. Στις πανελλαδικές επάτωσα εις βάραθρο καθέτως. Γνώριζα τον δημοσιογράφο Δημήτρη Καΐση και ψάχνοντας να δω τι να κάνω, τον ρώτησα τι είναι αυτή η δημοσιογραφία και αν υπάρχουν σχολές. Έτυχε τότε να αναζητούν στο ανταποκριτικό γραφείο της “Ε” στη Θεσσαλονίκη, έναν πιτσιρικά για βοηθό, στο αθλητικό ρεπορτάζ, του αθλητικογράφου Κώστα Λασκαρέλια. Έτσι ξεκίνησα κι έτσι «σιχάθηκα» τους παράγοντες του ποδοσφαίρου.
Μετά από μερικούς μήνες προέκυψε η ανάγκη για έναν πιτσιρικά για όλες τις δουλειές. Να ανοίγει το γραφείο, να αγοράζει γραφική ύλη, καφέδες, κλπ. Σιγά -σιγά, ο διευθυντής μου, ο Γιάννης Λιάπης μου εμπιστεύονταν κάποια μονοστηλάκια. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω την είδηση. Ακόμα θυμάμαι την ατάκα του. “Από αυτό που διαβάζεις, τι θα πεις στη μαμά σου όταν πας σπίτι;”. Κι έτσι έμαθα να ξεχωρίζω τι είναι είδηση. Αργότερα με “ανέθεσαν” υπό την καθοδήγηση του τότε αστυνομικού συντάκτη Γιάννη Καμήλαλη κι έκανα τη λεγόμενη τηλεφωνική “γύρα” στις αστυνομικές διευθύνσεις. Όταν ερχόταν ο Γιάννης στο γραφείο ήξερε περισσότερα από όσα μάθαινα εγώ κι αυτό ήταν απογοητευτικό. Αλλά είχε τις πηγές του φυσικά.
Οι συνθήκες εργασίας ήταν απίστευτες. Οι άνθρωποι αυτοί έμπαιναν στη διαδικασία να μου μάθουν. Και είχαν γνώση. Διάβαζαν. Και είχαν ως πρώτο και ύψιστο μέλημα την ενημέρωση του κόσμου κόντρα, πέρα και πάνω από τις όποιες πεποιθήσεις τους.
Πόσους δημοσιογράφους απασχολούσε την εποχή εκείνη η Ελευθεροτυπία στη Θεσσαλονίκη και το ανταποκριτικό της γραφείο και τι θυμάστε από εκείνη την περίοδο;
Στο γραφείο της “Ελευθεροτυπίας” στην οδό Αγγελάκη 8. Λίγο πριν έρθει στην Ελλάδα η οικονομική κρίση. Από αριστερά Κώστας Κούσης, Σεραφείμ Φυντανίδης, Μπάμπης Γιαννακίδης, Σάκης Αποστολάκης, Βασίλης Παπαναστασούλης.
Ήταν οι Γιάννης Λιάπης, Δημήτρης Καΐσης, Κώστας Λασκαρέλιας, Γιάννης Καμήλαλης, Νίκος Πετρουλάκης και Μπάμπης Γιαννακίδης.Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν οι συζητήσεις και διαφωνίες μεταξύ των Γ. Λιάπη και Δ. Καΐση. Ο πρώτος συντηρητικός, ο δεύτερος αριστερός. Διαφωνούσαν μεν, αλλά με επιχειρήματα βασισμένα στη γνώση. Διάβαζαν πολύ. Και ήξεραν, φυσικά, εξαιρετικά ελληνικά, που είναι το κυριότερο εργαλείο του δημοσιογράφου για να ενημερώσει. Και φυσικά, το δημοσιογραφικό τους ήθος. Οι άνθρωποι ήταν πρώτα και κύρια δημοσιογράφοι και μετά δεξιοί ή αριστεροί ή οτιδήποτε άλλο. Είχαν δημοσιογραφικό ήθος και προσήλωση στη δημοσιογραφική δεοντολογία.
Ποιο ή ποια ρεπορτάζ θυμάστε περισσότερο από αυτά που καλύψατε; Ποιο ήταν το πιο απίθανο γεγονός που συναντήσατε κατά την άσκηση της δημοσιογραφίας;
Ξεχωρίζω το πολιτιστικό ρεπορτάζ γιατί μπόρεσα να έρθω σε επαφή με ανθρώπους ευαίσθητους που είχαν γνώση, παιδεία και σεβασμό στον πολιτισμό. Μου δόθηκε η δυνατότητα να γνωρίσω και να συζητήσω με ανθρώπους όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης ή ο Χόρχε Σεμπρούν, ο καθηγητής Χρίστος Τσολάκης, ο Νίκος Μπακόλας και τόσοι άλλοι, που σε έβαζαν στη διαδικασία να σκεφτείς για πολλά θέματα, για τη ζωή, για τη ζωή σου. Θυμάμαι την διαρκή αντιπαράθεση μου με το Θάνο Μικρούτσικο όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού .
Γιατί πιστεύετε ότι απαξιώθηκε τόσο πολύ o Τύπος και το λαμπερό επάγγελμα του δημοσιογράφου; Επισπεύστηκε η απαξίωση λόγω της οικονομικής κρίσης;
Δυστυχώς η απαξίωση της δημοσιογραφίας από τον κόσμο είναι επίτευγμα του ίδιου του δημοσιογραφικού κόσμου. Ευθύνονται μόνο οι δημοσιογράφοι και κανένας άλλος για το ότι ο κόσμος έχασε την εμπιστοσύνη του απέναντί τους. Γιατί πια, ήταν διατεθειμένοι να πουν οποιοδήποτε ψέμα για να γίνουν αρεστοί σε οποιαδήποτε εξουσία. Από τον έλεγχο της εξουσίας, πέρασαν στην εξυπηρέτησή της. Για να κερδίσουν κι αυτοί εξουσία. Κέρδισαν εξουσία κι έχασαν σεβασμό. Ας αποφασίσει ο καθένας τι είναι σημαντικότερο.
Η οικονομική κρίση αφορά μόνο στην οικονομική κατάσταση των ΜΜΕ. Όχι στην δημοσιογραφική δεοντολογία. Πολλοί έμειναν άνεργοι. Ο καθένας όμως είναι υπεύθυνος για τις αποφάσεις του.
Γιατί δεν μπόρεσε να διατηρήσει μια τοπική ημερήσια εφημερίδα η Θεσσαλονίκη;
Η Θεσσαλονίκη δεν μπόρεσε να αποδεχτεί ποτέ ότι δεν χρειάζεται να είναι Αθήνα. Αν είναι παραπονεμένοι οι Θεσσαλονικείς από την κεντρική διοίκηση, τι θα πρέπει να πουν οι Σερραίοι, οι Εβρίτες, οι Καστοριανοί και όλοι οι άλλοι Έλληνες; Οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης αφιέρωναν περισσότερο χώρο και αναλύσεις για το τι συμβαίνει στην Αθήνα και στη χώρα, αντί να ασχοληθούν πολύ με το ζωτικό τους χώρο, που είναι η Θεσσαλονίκη και η Β. Ελλάδα. Όποιος ήθελε να διαβάσει πολιτική ανάλυση έπαιρνε αθηναϊκή εφημερίδα. Δεν χρειαζόταν τοπική.
Τι αντανάκλαση είχε για τον Τύπο της Βορείου Ελλάδας το γεγονός ότι έσβησε το άστρο του συγκροτήματος «Βελλίδου», με την πτώση του το 1996;
Δεν είμαι ο καταλληλότερος να απαντήσω. Αλλά να χάνεται μια ιστορική εφημερίδα, μια εφημερίδα που κατέγραψε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς, που κατέγραψε ιστορικές στιγμές της ζωής της πόλης και της χώρας, είναι σίγουρα πλήγμα για όλους.
Ποιο είναι το μιντιακό τοπίο τα τελευταία 10 χρόνια στη Θεσσαλονίκη; Ποιες οι συνθήκες που εργάζονται οι δημοσιογράφοι; Γιατί δεν επιδιώξατε να παραμείνετε στο χώρο, προχωρώντας σε συνεργατικό σχήμα ηλεκτρονικής έκδοσης εφημερίδας ή ιστοσελίδας;
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν κάποιες μικρές εφημερίδες με ελάχιστες σελίδες, κάποιοι ραδιοφωνικοί σταθμοί και άγνωστος αριθμός διαφόρων sites στο ίντερνετ. Οι συνθήκες, είναι συνθήκες δουλείας. Εργασία 24 ώρες το 24ωρο, με χαμηλότατες αποδοχές, χωρίς ασφάλιση, με μαύρα, με την απειλή της απόλυσης. Χειρότερα από γαλέρα με μαστίγιο. Ξέρετε ότι είναι άγνωστος ο αριθμός των ανθρώπων που εργάζονται σε ιντερνετικά ΜΜΕ στη Θεσσαλονίκη, όπως και παντού; Κανείς δεν ξέρει πόσοι είναι, ποιοι είναι, πώς αμείβονται. Είναι ένας χάος. Για να μην πω, ένας βούρκος.
Συνεργατικά sites είναι δύσκολο να υπάρξουν στη Θεσσαλονίκη. Γιατί είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να είναι διευθυντές. Και είναι ελάχιστοι αυτοί που θα έβαζαν τη συνεργασία, πάνω από τις διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις και τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Δεν χρειάζεται, όμως, να συμφωνείς με τον άλλο. Αρκεί να υπογράφεις το κείμενο σου. Η “Ελευθεροτυπία” αυτό είχε καταφέρει. Τις διαφορετικές απόψεις μέσα σε μια εφημερίδα. Ο καθένας υπέγραφε και ήταν υπεύθυνος για την άποψή του. Την κατέθετε και την υποστήριζε με τα επιχειρήματά του. Και κυρίως, με την υπογραφή του.
Τι σας ώθησε να προχωρήσετε πριν λίγο καιρό σε αυτή την τολμηρή εξομολόγηση στα μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, για τη μεταπήδηση σας από τη δημοσιογραφία στο επάγγελμα του διανομέα φαγητών;
Το ότι κατάφερα να ανταποκριθώ σε μια δύσκολη, αλλά κυρίως, αξιοπρεπή δουλειά. Η διαπίστωση ότι υπάρχει ζωή και μετά τη δημοσιογραφία. Το ότι κατάφερα να ξεκολλήσω από τη μάστιγα της επωνυμίας και της σχέσης με την όποια εξουσία. Κυρίως ότι αυτή η δουλειά (αφήστε που δεν ξέρω να κάνω τίποτε άλλο) με κάνει να αισθάνομαι ελεύθερος.
Ήταν τόσο δύσκολη η αναζήτηση άλλης διεξόδου και επιλέξατε να γίνεται διανομέας φαγητού;
Εργαζόμουν στην Ελευθεροτυπία από το 1985 ως ότου η εφημερίδα έκλεισε. Έζησα δυο χρόνια την ανεργία. Τον Φεβρουάριο του 2019 έληξε η σύμβαση που είχα στο γραφείο τύπου του ΟΑΣΘ και έμεινα άνεργος και πάλι. Δεν επέλεξα να γίνω ντελιβεράς. Επέλεξα να μην ξαναμείνω άνεργος, χόρτασα υποσχέσεις.
Με δεδομένα την αβεβαιότητα και την έλλειψη αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας στη δημοσιογραφία, προτίμησα να γίνω ντελιβεράς στα 52 μου χρόνια.
Είναι μια κουραστική δουλειά αλλά έντιμη και αξιοπρεπής.
Σέβομαι τα 35 χρόνια της δημοσιογραφικής μου διαδρομής, δεν θέλω να τα «πετάξω» στο βούρκο της σύγχρονης , κατ’ επίφαση δημοσιογραφίας. Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις συναδέλφων που αγωνίζονται, αλλά τους συναντώ μονίμως «θλιμμένους».
Κλείσατε τη πόρτα οριστικά στη δημοσιογραφία ; τι θα σας έκανε να επιστρέψετε;
Φυσικά και δεν έκλεισα την πόρτα. Η δημοσιογραφία είναι η δουλειά μου. Το να μπορείς να ερευνάς για να ενημερώσεις τον κόσμο, είναι απίστευτη εμπειρία, όπως και ωραία ευθύνη.
Θα επέστρεφα αν η δημοσιογραφία μου έδινε αυτά που μου δίνει το ντελίβερι. Ελευθερία, αξιοπρέπεια και εργασιακή ασφάλεια. Αλλά δεν το βλέπω να γίνεται μέσα στον αιώνα που διανύουμε. Μακάρι όμως…